Η έρευνα τα τελευταία 30 χρόνια έχει αποδείξει, ότι τα βρέφη δεν είναι τα παθητικά πλάσματα, τα οποία ανταποκρίνονταν μόνο σε ένα συγκεκριμένο ερέθισμα, όπως πίστευαν παλιά. Τα βρέφη βλέπουν, ακούν και κινούνται στον ρυθμό της φωνής της μητέρας τους στα πρώτα μόλις λεπτά της ζωής τους, και αυτό συμβάλλει στη δημιουργία του δεσμού μεταξύ μητέρας και βρέφους. Από όλες τις διαφορετικές σχέσεις, που δημιουργούμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας, η σχέση μας με την τροφό - μητέρα μας είναι και η πιο σημαντική.
Η θεωρία του δεσμού αναπτύχθηκε από τον ψυχολόγο John Bowlby (1973, 1980) ο οποίος διατύπωσε ότι ο δεσμός και η εμπειρία μας με τους φροντιστές μας, που αποτελούν και τα πρόσωπα αναφοράς, συμβάλλει στο πώς θα διαμορφωθούν τα πιστεύω μας και οι προσδοκίες μας για τον εαυτό μας, τον κόσμο και τις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους.
Το αναπτυσσόμενο έμβρυο ξεκινά με το να είναι πλήρως εξαρτώμενο από τη μητέρα του για παρηγοριά, τροφή και ηρεμία και σταδιακά κατακτά την ικανότητα του να είναι αυτόνομο. Ο τύπος δεσμού που αναπτύσσεται σε μητέρα και έμβρυο είναι πολύ καθοριστικός για πολλούς τομείς στη ζωή του παιδιού.
Οι τύποι δεσμού που μπορεί να δημιουργηθούν είναι:
α) η ασφαλής προσκόλληση
β) ο αγχώδης - αποφευκτικός
γ) ο αγχώδης - αμφιθυμικός τύπος δεσμού.
Το παιδί αναπτύσσει ασφαλή προσκόλληση, αν οι γονείς ανταποκρίνονταν πλήρως και άμεσα στις ανάγκες του. Αυτό σημαίνει ότι αργότερα ως νήπια, παιδιά και έφηβοι, οι γονείς θα είναι δίπλα του χωρίς κρίσεις, επικριτικά σχόλια και ενοχές, αλλά με άνευ όρων αποδοχή και ενσυναίσθηση. Τα παραπάνω έχουν ως αποτέλεσμα να θωρακίζεται το παιδί ως προσωπικότητα, να αναπτύσσει υψηλή αυτοπεποίθηση και να βιώνει τις δυσκολίες της ζωής ως εύκολα διαχειρίσιμες.
Αντίθετα, αν ο δεσμός προσκόλλησης που θα δημιουργηθεί είναι ο αγχώδης - αποφευκτικός, οι γονείς δεν ανταποκρίνονται άμεσα, είναι συνήθως επικριτικοί και αντιδρούν έντονα με θυμό ή / και τιμωρία.
Τέλος, στον αγχώδη - αμφιθυμικό τύπου δεσμού, οι γονείς χαρακτηρίζονται από ασταθή απαιτητικότητα και είναι απρόβλεπτοι στην ανταπόκρισή τους αγνοώντας τα σήματα του βρέφους. Οι δύο τελευταίοι τύποι δεσμού συμβάλλουν στο να μην εξωτερικεύει αργότερα το παιδί, ο έφηβος, ο ενήλικας τα συναισθήματά του ή να τα εξωτερικεύει με λάθος τρόπο κάνοντας κακό στον ίδιο, σωματοποιώντας τα.
Οι πρώιμες αυτές εμπειρίες και το μοντέλο δεσμού που θα αναπτυχθεί, επηρεάζουν τον αναπτυσσόμενο εγκέφαλο του βρέφους καταλυτικά. Ο εγκέφαλος τα πρώτα 2 χρόνια μετά τη γέννα, χαρακτηρίζεται από πλαστικότητα και είναι ευπροσάρμοστος. Κατά τη διάρκεια των 2 αυτών χρόνων, ο φροντιστής - πρόσωπο αναφοράς του παιδιού, δρα ως ψυχοβιολογικός ρυθμιστής του νευρικού συστήματος του παιδιού.
Οι πρώιμες αυτές εμπειρίες και το μοντέλο δεσμού που θα αναπτυχθεί, επηρεάζουν τον αναπτυσσόμενο εγκέφαλο του βρέφους καταλυτικά. Ο εγκέφαλος τα πρώτα 2 χρόνια μετά τη γέννα, χαρακτηρίζεται από πλαστικότητα και είναι ευπροσάρμοστος. Κατά τη διάρκεια των 2 αυτών χρόνων, ο φροντιστής - πρόσωπο αναφοράς του παιδιού, δρα ως ψυχοβιολογικός ρυθμιστής του νευρικού συστήματος του παιδιού.
Δηλαδή, οι πρώτες εμπειρίες της ζωής του παιδιού εντυπώνονται στις νευροβιολογικές δομές, που ωριμάζουν στον αναπτυσσόμενο εγκέφαλο (Schore, 2001b). Οι εμπειρίες αυτές επιδρούν κυρίως στην ανάπτυξη του δεξιού ημισφαιρίου του εγκεφάλου του παιδιού, το οποίο είναι υπεύθυνο για την επεξεργασία πληροφοριών κοινωνικο-συναισθηματικού περιεχομένου, αλλά και βοηθάει τον οργανισμό να διαχειρίζεται στρεσογόνα γεγονότα (Wittling & Schweiger. 1993).
Από τα παραπάνω εξάγεται το συμπέρασμα ότι η μητέρα - φροντιστής - πρόσωπο αναφοράς που ανταποκρίνεται άμεσα στις ανάγκες του παιδιού, έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ισχυρού συναισθηματικού δεσμού, ο οποίος βοηθάει το παιδί να χτίσει ισχυρές διασυνδέσεις μεταξύ των νευρώνων και να επιτευχθεί έτσι συναισθηματική σταθερότητα.
Από τα παραπάνω εξάγεται το συμπέρασμα ότι η μητέρα - φροντιστής - πρόσωπο αναφοράς που ανταποκρίνεται άμεσα στις ανάγκες του παιδιού, έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ισχυρού συναισθηματικού δεσμού, ο οποίος βοηθάει το παιδί να χτίσει ισχυρές διασυνδέσεις μεταξύ των νευρώνων και να επιτευχθεί έτσι συναισθηματική σταθερότητα.
Πιο συγκεκριμένα, όταν το παιδί παίρνει αγκαλιές και χάδια, τα νευρωνικά δίκτυα στον εγκέφαλο του ενεργοποιούνται και δυναμώνουν και δημιουργούνται νέες συνδέσεις (Epstein, 2001). Σε αντίθετη περίπτωση ενδέχεται να υπάρξει καθυστέρηση στην ανάπτυξη, επιθετικότητα, άγχος, κατάθλιψη και γενικότερη δυσλειτουργία σε κοινωνικό επίπεδο.
Βιβλιογραφία:
Bowlby, J. (1973). Attachment and loss. Vol.2: Separation: Anxiety and anger. New York: Basic Books.
Bowlby, J. (1977). The making and breaking of affectionate bonds. British Journal of Psychiatry, 130, 201-210.
Βιβλιογραφία:
Bowlby, J. (1973). Attachment and loss. Vol.2: Separation: Anxiety and anger. New York: Basic Books.
Bowlby, J. (1977). The making and breaking of affectionate bonds. British Journal of Psychiatry, 130, 201-210.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου