Ο παππούς και η γιαγιά ήταν εκεί, όταν γεννήθηκες. Ήταν εκεί στα πρώτα σου γενέθλια. Ήταν εκεί να δίνουν στη μαμά σου συμβουλές, όταν εκείνη δεν ήξερε πώς να σε κρατήσει, πώς να σε ταΐσει, πώς να σε κοιμίσει. Σε κρατούσαν το σαββατόβραδο όταν οι γονείς σου ήθελαν να βγουν για να "ξεσκάσουν". Ίσως και ολόκληρο το Σαββατοκύριακο. Κι εσύ…, εσύ δεν ήθελες να φεύγεις την Κυριακή από το σπίτι τους. Κρυβόσουν πίσω από τη γιαγιά και έλεγες επίμονα ότι θα μείνεις!
Είναι δυο άνθρωποι τόσο σημαντικοί, όσο κι οι γονείς σου. Δυο άνθρωποι που αγαπάς και σε αγαπούν όσο κανείς άλλος. Με μια αγάπη διαφορετική, ανιδιοτελή.
Σε κάθε δύσκολη στιγμή σου ο παππούς και η γιαγιά ήταν εκεί για να σε συμβουλέψουν. Ήταν οι πρώτοι σου φίλοι. Σε εκείνους δεν έλεγες τα μυστικά σου; Σε εκείνους δεν απευθυνόσουν, όταν ήθελες να πείσεις για κάτι τη μαμά σου;
Γιατί… η μαμά σε… μάλωνε μερικές φορές. Ήταν πιο αυστηρή… Η γιαγιά όμως κι ο παππούς; Ποτέ… Πάντα σε υπερασπίζονταν. Πάντα σου έκαναν τις χάρες. Όσο τρελές κι αν ήταν αυτές! Κι η μαμά σου μάλωνε εσένα, μάλωνε κι αυτούς μαζί γιατί σε κακομάθαιναν. Μα, ευθαρσώς της απαντούσαν να μην ασχολείται γιατί… "του παιδιού μου το παιδί, είναι δυο φορές παιδί μου". Και έτσι, βρίσκονταν οι ισορροπίες!
Σε έβαζαν για ύπνο, μα ήξεραν ότι δεν θα κοιμηθείς ακόμα! Σε άφηναν να μείνεις ξύπνιος για περισσότερη ώρα. Πολλές φορές, η ώρα περνούσε με τη συζήτηση χωρίς να το καταλάβεις. Τους έλεγες όλα σου τα προβλήματα και όλες σου τις διαφωνίες με τους γονείς σου! Ήξερες πως θα πάρουν το μέρος σου, μα ταυτόχρονα θα είναι και αντικειμενικοί… Σου έλεγαν αυτό που ήθελες να ακούσεις, μα με έναν τρόπο… διαφορετικό. Στο τέλος, καταλάβαινες αν έχεις δίκαιο ή άδικο χωρίς φωνές και τσακωμούς! Είχαν έναν τρόπο γλυκό, μια ήρεμη δύναμη που σε έκανε κι εσένα να γαληνεύεις.
Σου έλεγαν παραμύθια και ιστορίες από τα χρόνια τα παλιά. Κι εσύ λάτρευες να κάθεσαι δίπλα τους και να ακούς όλα όσα σου διηγούνταν. Η φωνή τους σε ταξίδευε σε εποχές αλλοτινές, στην παλιά Ελλάδα -και όχι μόνο-, όπου μεγάλωσε ο παππούς και η γιαγιά. Ιστορίες από τον πόλεμο, από την Κατοχή, ιστορίες από τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, από τον τόπο καταγωγής τους…
Και εσύ από μικρός ονειρευόσουν να επισκεφθείς μια μέρα τον τόπο αυτό. Να δεις με τα δικά σου τα μάτια τα μέρη, όπου μεγάλωσε ο παππούς και η γιαγιά σου. Τα μέρη αυτά που με τόση νοσταλγία σού περιγράφουν.
Στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς…
Και έπειτα, ήταν εκείνη η μυρωδιά. Το σπίτι της γιαγιάς και του παππού πάντα ευωδίαζε. Μια μυρωδιά μπερδεμένη. Στον κήπο υπερίσχυε η μυρωδιά των λουλουδιών που ο παππούς περιποιούνταν με μεράκι. Μέσα στο σπίτι, οι μυρωδιές της κουζίνας πλημμύριζαν το σπίτι. Λουκουμάδες, γλυκό τριαντάφυλλο, κουλούρια… Όλα αυτά τα λαχταριστά γλυκά που ακόμα και σήμερα σου θυμίζουν το σπίτι του παππού και της γιαγιάς… Όπως και το φούσκωμα που ένιωθες, φεύγοντας. Γιατί για τη γιαγιά ήσουν πολύ αδύνατος. Έπρεπε λίγο να παχύνεις, να μην είσαι "πετσί και κόκαλο". Έβρισκες και εσύ την… ευκαιρία να τρως. Δεν ήταν και εύκολο να αντισταθείς σε τόσες λιχουδιές!
Στα γενέθλιά σου περίμενες πώς και πώς το δώρο τους. Ήξερες ότι θα ήταν το καλύτερο από όλα. Όσο ήσουν μικρός, ο παππούς και η γιαγιά σου χάριζαν το καλύτερο παιχνίδι, όταν όλοι οι υπόλοιποι σου έκαναν δώρο… ρούχα! Στην εφηβεία, σου έδιναν χρήματα για να πάρεις εσύ ό,τι θέλεις, αφού -όπως, έλεγαν- έχεις περίεργο γούστο και δεν ξέρουν τι να σου πάρουν! Μα αν δεν σου έδιναν χρήματα, σίγουρα θα σου έφερναν την κιθάρα, που ήθελες ή την πιο καλή φωτογραφική μηχανή για να καλλιεργήσεις το ταλέντο που τόσα χρόνια δεν είχες ανακαλύψει!
Κι όταν έδινες εξετάσεις, ακόμα και στο πιο "μικρό" διαγώνισμα, η γιαγιά σου έστειβε πορτοκαλάδα για να σου δώσει δύναμη και σου έλεγε να μην κουράζεσαι τόσο πολύ. Ύστερα, που πήγες για σπουδές, σου έστελνε ταπεράκια με τα αγαπημένα σου φαγητά για να μην τρως συνέχεια αυτά τα… "ετοιματζίδικα".
Παρόλο που μεγάλωσες αυτοί σε βλέπουν σαν το μικρό τους αγγελούδι…
Και τώρα… μεγάλωσες. Ενηλικιώθηκες. Μα ο παππούς και η γιαγιά έμειναν ίδιοι. Η όρεξη κι η αγάπη τους δεν μειώθηκε. Και ακόμη τους επισκέπτεσαι. Όταν πηγαίνεις στο σπίτι τους νιώθεις πως είσαι πάλι μικρό παιδί. Η ίδια περιποίηση, η ίδια φροντίδα, οι ίδιες μυρωδιές, οι συμβουλές, οι αγκαλιές… Όλα όπως τότε…
Μα είναι μερικές φορές που η ζωή σε κρατάει μακριά τους. Πολλές υποχρεώσεις, πολλοί φίλοι. Δεν έχεις πολύ χρόνο για επισκέψεις στον παππού και τη γιαγιά.
Μα… Εκείνοι αφιέρωσαν όλη τους τη ζωή. Άφησαν την έξοδο του Σαββατόβραδου γιατί θα κοιμόσουν σπίτι τους. Άφησαν τις διακοπές του καλοκαιριού, για να πάνε διακοπές οι γονείς σου. Ξενύχτησαν και αυτοί μαζί με τους γονείς όταν ήσουν άρρωστος, όταν έμεινες για πρώτη φορά μόνος, όταν είχες την πρώτη ερωτική απογοήτευση. Λυπούνται που δεν πας συχνά να τους δεις και πετούν από τη χαρά τους, όταν τους επισκέπτεσαι. Ακούν τα προβλήματά σου χωρίς ποτέ να σου μιλούν για τα δικά τους. Δεν είναι ότι δεν έχουν… όμως τα δικά σου τους φαίνονται πιο σημαντικά…
Μα όλα αυτά ποτέ δεν θα σου τα πουν. Γιατί δεν τα κάνουν από υποχρέωση. Δεν ένιωσαν ότι ήταν θυσίες. Τα έκαναν από αγάπη, από λαχτάρα να σε μεγαλώσουν… να σε ζήσουν…
Αξίζουν, λοιπόν, μια αγκαλιά, ένα φιλί. Αξίζουν λίγο χρόνο από τη ζωή σου. Δεν θα ζητήσουν ποτέ τίποτα περισσότερο. Μόνο λίγο χρόνο. Για λίγη ώρα να γίνεις ξανά επτά - οκτώ χρονών, να δεχτείς ξανά τα χάδια, τις ιστορίες, την αγάπη τους…
Να είναι παρόντες στη ζωή σου, όπως ήταν τότε που τους χρειαζόσουν…
Μόνο μια αγκαλιά…
fylada.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου