Αποτέλεσμα: Το παιδί θα ζει και θα κινείται κουτρουβαλώντας, σκουντουφλώντας και παραπαίοντας σε πλευρές του κόσμου "που δεν είχε φανταστεί ότι είναι έτσι". Και θα παλεύει να μάθει, με τον δύσκολο τρόπο, μέσα από αλλεπάλληλες δυσάρεστες εμπειρίες και αποτυχίες, ότι ο φανταστικός κόσμος, όπου το ίδιο νομίζει πως ζει, πολύ απέχει από τον πραγματικό κόσμο όπου καλείται να ζήσει.
Ένα κοριτσάκι έξι χρονών μεγαλώνει λέγοντας συνέχεια, όταν θέλει πράγματα, "Θα γίνει αυτό που θέλω εγώ!". Οι γονείς του, μέχρι να πάει το παιδί σχολείο, δεν το επανέφεραν ποτέ στην πραγματικότητα και δεν του δίδαξαν τους κανόνες του παιχνιδιού, επειδή φοβούνταν μήπως το πληγώσουν, το στενοχωρήσουν, το κάνουν δειλό και το καβαλάνε τα άλλα παιδάκια... Όταν πήγε στο σχολείο, όμως, γρήγορα βρέθηκε απομονωμένο, γιατί φυσικά τα άλλα παιδάκια καμιά όρεξη δεν είχαν να τα κάνει ό,τι θέλει το κοριτσάκι της ιστορίας μας. Και όταν το παιδί έχασε την ισορροπία του και βυθίστηκε συναισθηματικά, χρειάστηκε να μάθουν όλοι τους, γονείς και παιδί, το προφανές: Ότι δεν παίζεις μόνον εσύ στον κόσμο, παίζουν και όλοι οι άλλοι. Ότι δεν θέλεις μόνον εσυ στον κόσμο, αλλά θέλουν (άλλα) και οι άλλοι. Και ότι, αν το παίζεις ζόρικος ή θα βρεθεί πιο ζόρικος και θα σε κανονίσει ή οι άλλοι θα σ' αφήσουν να ζορίζεσαι μόνος σου...
Ήταν ανάγκη να πάει έτσι το πράγμα; Όχι βέβαια... Στη δε σύγκρουση, ανάμεσα στον φανταστικό κόσμο του παιδιού που δεν του είπαν "Μη!" και στον πραγματικό κόσμο του σχολείου, είναι φανερό ποιος θα πλήρωνε τα σπασμένα. Οπότε, αυτό που οι γονείς φοβήθηκαν να του διδάξουν έγκαιρα, βαθμιαία, στην ώρα του και σε πλαίσιο αγάπης, το παιδί θα το βρει μπροστά του με πολύ πιο δυσάρεστο τρόπο.
Τα παιδιά έχουν ασύλληπτα ευαίσθητες και ισχυρές κεραίες, ικανές να ανιχνεύουν τις αποχρώσεις των συναισθημάτων. Γι' αυτό και τα παιδιά τα ξέρουν όλα, όταν πρόκειται για θέμα συναισθημάτων. Μπορεί να τους ξεφεύγουν πραγματολογικά στοιχεία και συλλογισμοί του κόσμου των μεγάλων. Όμως, τα συναισθήματα δεν τους ξεφεύγουν. Έτσι, λοιπόν, όταν ο γονιός καλείται να πει "Μη!" ή "Όχι", αλλά φοβάται, οι κεραίες του παιδιού θα συλλάβουν σίγουρα το συναίσθημά του - το ότι κάτι φοβάται. Σε τέτοιες συνθήκες εσωτερικής αστάθειας και συναισθηματικής ταλάντευσης, ό,τι κι αν πει ο γονιός δεν πείθει και, πολύ περισσότερο, δεν επιβάλλεται όταν χρειάζεται. Γιατί το παιδί αισθάνεται ότι το λέει, αλλά δεν το εννοεί τελείως, αφού συναισθηματικά δυσκολεύεται να το υποστηρίξει.
Οι δυσάρεστες συνέπειες είναι φανερές και, σε βάθος χρόνου, αν επαναλαμβάνεται αυτή η εμπειρία επιζήμιες για το παιδί σε δύο καθοριστικά επίπεδα: Πρώτο, τόσο οι λέξεις όσο και τα λόγια χάνουν τη σημασία και την αξία τους, γίνονται σκιές του εαυτού τους ή ψεύτικα κουστούμια που παλεύουν να κρύψουν το έλλειμμα έγκυρου λόγου. Μια τέτοια απόσταση κι απόκλιση της λέξης από το νόημα ενδεχομένως είναι εργαλείο που κάποτε επιβάλλεται να χρησιμοποιηθεί στον κόσμο των μεγάλων, ως εμπρόθετη επιλογή και με σαφή επίγνωση του παραπλανητικού ή αμυντικού χαρακτήρα της ενέργειας. Όμως, σε ένα παιδί που ακόμη εξοικειώνεται με το ποιο είναι το αντίκρισμα των λέξεων στην πραγματικότητα, η δυνατότητα τέτοιας επίγνωσης είτε απουσιάζει είτε είναι ακόμη ανεπαρκής. Και όταν το παιδί χάσει την εμπιστοσύνη του στις λέξεις και στον λόγο τέτοιων ανθρώπων, όπως οι γονείς του, όλα γίνονται γι' αυτό πολύ πιο δύσκολα, ασταθή, αβέβαια, μυστηριώδη, ίσως και απειλητικά.
Δεύτερο, κι εξίσου καταλυτικό και επιζήμιο: Το παιδί συλλαμβάνει τον φόβο των μεγάλων. Κατά κανόνα, η γνώση του για την πηγή του φόβου τους είτε απουσιάζει είτε είναι ασαφής και ελλιπής. Αποτέλεσμα: Εκείνο που δεν ξέρει, το συμπληρώνει με τη φαντασία του. Και το κάνει με τον τρόπο που είπαμε. Λειτουργεί σαν ηχείο και σαν ενισχυτής συναισθηματικών δονήσεων, με συνέπεια η ταλάντευση των μεγάλων να γίνεται μέσα του κλονισμός του κόσμου. Εάν οι γονείς φοβούνται, το παιδί τους τρέμει - αυτός είναι απόλυτος νόμος. Γιατί; Επειδή το παιδί, μπροστά στο (ολικό ή μερικό) αίνιγματικό φόβο των μεγάλων, αναρωτιέται. Αυτή η αναρώτηση γίνεται κυρίως χωρίς λέξεις: με εικόνες, αισθήσεις, αισθήματα... δηλαδή διατυπώνεται στη βαριά φορτισμένη και ρευστή "σκέψη με εικόνες", που είναι ο κώδικας της φαντασίωσης. Γι' αυτό και το ποτάμι της απορίας εύκολα εκτρέπεται, φουσκώνει, πλημμυρίζει και παρασύρει ό,χι βρει στο διάβα του... Αναρωτιέται λοιπόν: "Τι είναι άραγε αυτό το άμορφο κάτι, το τόσο τρομαχτικό που ούτε οι γονείς, οι τόσο δυνατοί, δεν τολμούν να το αντιμετωπίσουν; Δεν τολμούν να το αντικρίσουν και να το πουν με τ' όνομά του; Σίγουρα, είναι κάποιο ανίκητο τέρας..."
Κείμενο του ψυχαναλυτή και οικογενειακού θεραπευτή Νίκου Σιδέρη. Απόσπασμα από το βιβλίο "Τα παιδιά δε θέλουν ψυχολόγο, οι γονείς θέλουν". Εκδόσεις Μεταίχμιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου