Σήμερα, ελάχιστοι είναι αυτοί που έχουν αρνητική άποψη για το ρόλο και τη σπουδαιότητα του ρόλου του παιδικού σταθμού, γενικά. Υπάρχει, όμως, διχογνωμία για το ποια είναι η καταλληλότερη ηλικία για να ξεκινήσει ένα παιδί τον παιδικό σταθμό.
Ο σημαντικότερος λόγος ενάντια σε μια πρώιμη έναρξη είναι πως ένα παιδί, κάτω της ηλικίας των δύο ετών τουλάχιστον, δεν είναι ακόμα έτοιμο συναισθηματικά, ώστε να παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα μακριά από το οικείο του περιβάλλον, καθώς χρειάζεται περισσότερη και αμεσότερη φροντίδα από αυτήν που μπορεί να παράσχει ένας παιδικός σταθμός. Εκτός αυτού, τα μικρά παιδιά είναι πολύ ευάλωτα ακόμα και σωματικά απέναντι στις διάφορες ιώσεις και λοιμώξεις, που εύκολα μεταδίδονται από παιδί σε παιδί στους παιδικούς σταθμούς.
Τα σημαντικότερα επιχειρήματα υπέρ μιας πρώιμης έναρξης είναι πως εξελίσσεται γρηγορότερα η κοινωνικοποίησή του παιδιού και πως τα παιδιά που ξεκινούν παιδικό σταθμό νωρίς τα καταφέρνουν καλύτερα αργότερα στο σχολείο. Τα ευρήματα στα οποία στηρίζεται η άποψη αυτή θεωρούνται περιορισμένα, ώστε να μπορούν να γενικευθούν, η δε κοινωνικοποίηση πριν από το δεύτερο χρόνο της ζωής δεν είναι ύψιστης προτεραιότητας.
Λέμε πως ζούμε σε μοντέρνες κοινωνίες, σε μεγαλουπόλεις και με την υψηλή τεχνολογία να μπαίνει ολοένα και περισσότερο στη ζωή μας. Δεν γεννιούνται, όμως, μοντέρνα παιδιά. Κάθε μικρό παιδί για να επιβιώσει -όπως και κάθε άλλο μικρής ηλικίας θηλαστικό- έχει απόλυτη ανάγκη και είναι εξαρτημένο από τη φροντίδα των γονιών του -τόσο βιολογικά όσο και συναισθηματικά- και από τον τρόπο που αυτοί ανταποκρίνονται σε αυτές τις θεμελιακές του ανάγκες.
Η έλλειψη παιχνιδιών ή επώνυμων παιδικών ρούχων και άλλων αντικειμένων δεν αποτελούν παράγοντα κινδύνου για το ευ ζην ή την ψυχική υγεία του παιδιού, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με την έλλειψη επαρκούς συναισθηματικής εγγύτητας. Η αυτοπραγμάτωση και οι προσωπικές επιδιώξεις των σύγχρονων γονιών δεν θα πρέπει να προηγούνται της διασφάλισης των βασικών συναισθηματικών αναγκών του παιδιού.
Στη μοντέρνα κοινωνία του σήμερα, όμως, οι ρόλοι γονέα και παιδιού μοιάζει να έχουν αλλάξει στο σημείο αυτό. Πολλά μικρής ηλικίας παιδιά αναγκάζονται να αναζητούν τα ίδια τους γονείς τους για να ανατροφοδοτηθούν συναισθηματικά, να γεμίσουν το συναισθηματικό τους ρεζερβουάρ και να καλύψουν την ανάγκη τους για εγγύτητα. Περιμένουν ώρες πολλές μέχρι να επιστρέψει ο γονιός από τις επαγγελματικές, ακαδημαϊκές ή άλλες του υποχρεώσεις και να βρει χρόνο να αφιερώσει σε αυτά τα ίδια.
Εάν δεν δοθεί σε ένα παιδί η δυνατότητα να δημιουργήσει έναν ασφαλή και σταθερό συναισθηματικό δεσμό στη διάρκεια των δύο πρώτων χρόνων της ζωής του, κινδυνεύει να εμφανίσει διάφορα συναισθηματικού τύπου προβλήματα, όπως, για παράδειγμα, αδυναμία δημιουργίας και διατήρησης σχέσεων αγάπης στην ενήλικη ζωή, προβλήματα αυτοεκτίμησης, άγχους, ανασφάλειας και συναισθηματικής εξάρτησης.
Ξεκίνημα σε παιδικό σταθμό: Πότε;
Όταν γεννιέται ένα παιδί σήμερα, μία από τις πλέον συνηθισμένες σκέψεις που κάνουν οι σύγχρονοι γονείς είναι το πότε θα πρέπει ή θα ήταν καλό να ξεκινήσει παιδικό σταθμό. Η σκέψη αυτή, που στην ουσία σημαίνει την ανάθεση της φροντίδας του παιδιού σε άλλους, συχνά προηγείται ή ακόμα μπορεί και να υποκαθιστά τις σκέψεις για τον τρόπο που ο ίδιος ο γονιός θα πρέπει να φροντίσει το παιδί του, ώστε να ανταποκριθεί επαρκώς στις βασικές του συναισθηματικές ανάγκες.
Στις περισσότερες σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, κυριαρχεί η άποψη πως το μικρό παιδί θα πρέπει να κοινωνικοποιηθεί το συντομότερο δυνατόν. Θεωρώ -μετά από τόσα χρόνια εμπειρίας- πως αυτό είναι εντελώς λανθασμένο. Ένα μικρό παιδί δεν χρειάζεται να κοινωνικοποιηθεί πριν συμπληρώσει το δεύτερο χρόνο της ζωής του και εάν έχει αδελφάκι / αδελφάκια η όποια τυχόν ανάγκη κοινωνικοποίησης μπορεί να υπάρχει (κάτι καθόλου επείγον στην ηλικία αυτή), καλύπτεται με το παραπάνω.
Από την άλλη, για να μπορέσει να γίνει η κοινωνικοποίηση του παιδιού με ικανοποιητικό, αν όχι με αρμονικό τρόπο, χρειάζεται το παιδί να φέρει εντός του μια συναισθηματική παρακαταθήκη που την αποκτά μόνον όταν έχει επαρκή πρόσβαση στο ασφαλές λιμάνι που αντιπροσωπεύει η παρουσία, η εγγύτητα και η καλή φροντίδα των γονιών του, καθώς και ο επαρκής συναισθηματικός συντονισμός τους στις ανάγκες του παιδιού.
Η προσαρμοστικότητα των μικρών παιδιών
Το γεγονός πως πολλά μικρά παιδιά ηλικίας 1 - 2 ετών "πηγαίνουν ευχάριστα στον παιδικό σταθμό" ή "δεν κλαίνε" ή "γρήγορα σταματούν το κλάμα" δεν αποτελεί εγγύηση πως ένα μικρό παιδί νιώθει καλά. Φυσικά, και κάποια στιγμή παύει να κλαίει, φυσικά και προσαρμόζεται. Αυτή η απίστευτη ανθρώπινη προσαρμοστικότητα βοηθά στη βιολογική και συναισθηματική μας επιβίωση και εκατομμύρια παιδιά επιβιώνουν ζώντας σε σκουπιδότοπους, τρώγοντας ό,τι βρουν και πίνοντας μολυσμένο νερό.
Άλλο, όμως, η επιβίωση και άλλο η καλή, αρμόζουσα και αξιοπρεπής διαβίωση. Μια προσαρμογή, όμως, μπορεί να αποτελεί επιλογή ανάγκης και να σημαίνει συρρίκνωση, συμπίεση, θάψιμο, ακόμα και άρνηση άλλων ζωτικών αναγκών που οδηγούν συχνά, αργά ή γρήγορα, σε μια μικρότερη ή μεγαλύτερη συναισθηματική ευαλωτότητα.
Η έλλειψη συναισθηματικής εγγύτητας σε παιδιά μικρότερα της ηλικίας των 2 ετών μπορεί να προκαλέσει πολύ μεγαλύτερα τραύματα απ΄ό,τι η φτώχεια και η ανέχεια. Όταν στους περισσότερους παιδικούς σταθμούς υπάρχουν ομάδες παιδιών τουλάχιστον 20 - 25 ατόμων και με προσωπικό που δεν ξεπερνά στις περισσότερες περιπτώσεις τα δύο άτομα, κανένα παιδί κάτω των 2 ετών δεν μπορεί να καλύψει τις συναισθηματικές του ανάγκες όσο φιλότιμα και καλά και αν κάνει το προσωπικό τη δουλειά του.
Τα μικρά παιδιά μαθαίνουν σχετικά γρήγορα να προσαρμόζονται και να αποδέχονται αυτό που τους προσφέρεται. Πολλά μπορεί να δείχνουν κάποια στιγμή ακόμα και χαρούμενα, παρόλο που μέσα τους ίσως να κυριαρχεί μια αίσθηση εγκατάλειψης. Απλά πρόκειται για στρατηγική επιβίωσης στον κόσμο που τους προσφέρεται. Κάτι τέτοιο, ως γονείς, συχνά μας ξεγελά, αλλά ίσως και μας βολεύει να το πιστεύουμε, γιατί μας απαλλάσσει από τις αναπόφευκτες ενοχές μας.
Πιθανές συνέπειες
Όπως ήδη προαναφέρθηκε, οι συνήθεις συνέπειες μιας πρώιμης έναρξης σε παιδικό σταθμό στην ενήλικη κυρίως ζωή μπορεί να είναι οι εξής:
Επιστροφή στα βασικά και γνώριμα. Αναφέραμε πως δεν γεννιούνται μοντέρνα παιδιά. Τα μικρά παιδιά χρειάζονται αυτό που οι γονείς σε όλους τους πρωτόγονους πληθυσμούς έδιναν πάντα στα παιδιά τους, δηλαδή την άγρυπνη παρουσία τους με το να βρίσκονται συνεχώς κοντά τους. Έχετε -στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι δυνατό- το μωρό στην αγκαλιά σας ή σε ένα μάρσιπο όταν μαγειρεύετε ή κάνετε κάποιες άλλες δουλειές, ώστε να νιώθει τη σωματική επαφή μαζί σας που τα ηρεμεί και τα τροφοδοτεί θετικά.
Η έλλειψη συναισθηματικής εγγύτητας σε παιδιά μικρότερα της ηλικίας των 2 ετών μπορεί να προκαλέσει πολύ μεγαλύτερα τραύματα απ΄ό,τι η φτώχεια και η ανέχεια. Όταν στους περισσότερους παιδικούς σταθμούς υπάρχουν ομάδες παιδιών τουλάχιστον 20 - 25 ατόμων και με προσωπικό που δεν ξεπερνά στις περισσότερες περιπτώσεις τα δύο άτομα, κανένα παιδί κάτω των 2 ετών δεν μπορεί να καλύψει τις συναισθηματικές του ανάγκες όσο φιλότιμα και καλά και αν κάνει το προσωπικό τη δουλειά του.
Τα μικρά παιδιά μαθαίνουν σχετικά γρήγορα να προσαρμόζονται και να αποδέχονται αυτό που τους προσφέρεται. Πολλά μπορεί να δείχνουν κάποια στιγμή ακόμα και χαρούμενα, παρόλο που μέσα τους ίσως να κυριαρχεί μια αίσθηση εγκατάλειψης. Απλά πρόκειται για στρατηγική επιβίωσης στον κόσμο που τους προσφέρεται. Κάτι τέτοιο, ως γονείς, συχνά μας ξεγελά, αλλά ίσως και μας βολεύει να το πιστεύουμε, γιατί μας απαλλάσσει από τις αναπόφευκτες ενοχές μας.
Πιθανές συνέπειες
Όπως ήδη προαναφέρθηκε, οι συνήθεις συνέπειες μιας πρώιμης έναρξης σε παιδικό σταθμό στην ενήλικη κυρίως ζωή μπορεί να είναι οι εξής:
- Δυσκολίες δημιουργίας και διατήρησης στενών συναισθηματικών σχέσεων.
- Δυσκολία αναγνώρισης προσωπικών συναισθηματικών αναγκών, αλλά και των συναισθημάτων των άλλων, μειωμένη ικανότητα ανοχής και αντοχής ματαιώσεων και στρεσογόνων καταστάσεων, καθώς και αντιμετώπισης και επίλυσης σημαντικών προβλημάτων ζωής.
- Εύκολη παραίτηση μπροστά σε δυσκολίες, εξαιτίας της μειωμένης ικανότητας διατήρησης στενών συναισθηματικών δεσμών με άλλους.
Επιστροφή στα βασικά και γνώριμα. Αναφέραμε πως δεν γεννιούνται μοντέρνα παιδιά. Τα μικρά παιδιά χρειάζονται αυτό που οι γονείς σε όλους τους πρωτόγονους πληθυσμούς έδιναν πάντα στα παιδιά τους, δηλαδή την άγρυπνη παρουσία τους με το να βρίσκονται συνεχώς κοντά τους. Έχετε -στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι δυνατό- το μωρό στην αγκαλιά σας ή σε ένα μάρσιπο όταν μαγειρεύετε ή κάνετε κάποιες άλλες δουλειές, ώστε να νιώθει τη σωματική επαφή μαζί σας που τα ηρεμεί και τα τροφοδοτεί θετικά.
Αυτό κάνουν εκατομμύρια γυναίκες στην Αφρική και σε άλλα μέρη του κόσμου, αν και ασχολούνται με πολύ πιο σκληρές δουλειές. Τα μωρά ακούν τις ομιλίες των μεγάλων που, σε συνδυασμό με τη σωματική επαφή με τη μητέρα, τα κάνει να νιώθουν πως η τροφή, η προστασία και η παρηγοριά, αν χρειασθεί, βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής.
Πολλά παιδιά τα καταφέρνουν πολύ καλά, παρόλο που αρχίζουν τον παιδικό σταθμό πολύ νωρίς. Η δυσκολία βρίσκεται στο ότι κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει με βεβαιότητα εκ των προτέρων ποιο παιδί έχει ένα στιβαρό νευρικό σύστημα και ποιο ένα ευαίσθητο και άρα ευάλωτο. Ορισμένα παιδιά είναι ιδιοσυστασιακά πολύ ευαίσθητα και ευάλωτα απέναντι σε οποιασδήποτε μορφής έντονο στρες, όπως είναι το ξεκίνημα σε παιδικό σταθμό σε ηλικία κάτω των δύο ετών.
Επίλογος
Η διάθεση των μικρών παιδιών βρίσκεται στο καλύτερό της σημείο όταν βρίσκονται δίπλα σε οικεία τους πρόσωπα που είναι ήρεμα και χαρούμενα. Όχι ήρεμα και θλιμμένα, ούτε χαρούμενα και θορυβώδη, αλλά χαρούμενα και ήρεμα. Μόνο τότε νιώθουν πραγματικά ασφαλή και τους δημιουργείται σταδιακά η περιέργεια να θέλουν να εξερευνήσουν και τον ευρύτερο κόσμο που βρίσκεται πιο μακριά από τα αγαπημένα τους πρόσωπα, και ένα κομμάτι αυτού του κόσμου είναι και ο παιδικός σταθμός.
Πολλές είναι οι έρευνες που καταδεικνύουν πως η καλύτερη ηλικία για ξεκίνημα στον παιδικό σταθμό είναι από πολλές απόψεις αυτή των τριών χρόνων. Αυτό δεν σημαίνει πως η έναρξη πριν από την ηλικία αυτή θα είναι οπωσδήποτε επιζήμια για κάθε παιδί. Αυτό εξαρτάται από πολλούς και διάφορους παράγοντες όπως το ταμπεραμέντο του παιδιού, η ποιότητα της σχέσης του με το γονιό που το φροντίζει, οι προηγούμενες εμπειρίες του από αποχωρισμούς, άλλες ιδιαίτερες συνθήκες (π.χ. ύπαρξη μικρότερου αδελφιού που παραμένει σπίτι), καθώς και η δυσκολία του ίδιου του γονιού να αποχωρισθεί το παιδί του και να αναθέσει τη φροντίδα του σε κάποιον ξένο.
Πρόθεσή μας δεν είναι να στείλουμε τη μητέρα πίσω στην κουζίνα και στο σπίτι, αλλά να ευαισθητοποιηθεί κάποια στιγμή η κοινωνία, και με επίκεντρο τις ανάγκες των παιδιών, να δώσει τη δυνατότητα και στους δύο γονείς -όχι μόνο στη μητέρα- να μπορούν να μένουν εναλλάξ στο σπίτι και να φροντίσουν τα παιδιά τους στη διάρκεια των τριών πρώτων χρόνων της ζωής τους.
Σάββας Ν. Σαλπιστής, Ph.D. Κλινικός Ψυχολόγος Ψυχοθεραπευτής
Πολλά παιδιά τα καταφέρνουν πολύ καλά, παρόλο που αρχίζουν τον παιδικό σταθμό πολύ νωρίς. Η δυσκολία βρίσκεται στο ότι κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει με βεβαιότητα εκ των προτέρων ποιο παιδί έχει ένα στιβαρό νευρικό σύστημα και ποιο ένα ευαίσθητο και άρα ευάλωτο. Ορισμένα παιδιά είναι ιδιοσυστασιακά πολύ ευαίσθητα και ευάλωτα απέναντι σε οποιασδήποτε μορφής έντονο στρες, όπως είναι το ξεκίνημα σε παιδικό σταθμό σε ηλικία κάτω των δύο ετών.
Επίλογος
Η διάθεση των μικρών παιδιών βρίσκεται στο καλύτερό της σημείο όταν βρίσκονται δίπλα σε οικεία τους πρόσωπα που είναι ήρεμα και χαρούμενα. Όχι ήρεμα και θλιμμένα, ούτε χαρούμενα και θορυβώδη, αλλά χαρούμενα και ήρεμα. Μόνο τότε νιώθουν πραγματικά ασφαλή και τους δημιουργείται σταδιακά η περιέργεια να θέλουν να εξερευνήσουν και τον ευρύτερο κόσμο που βρίσκεται πιο μακριά από τα αγαπημένα τους πρόσωπα, και ένα κομμάτι αυτού του κόσμου είναι και ο παιδικός σταθμός.
Πολλές είναι οι έρευνες που καταδεικνύουν πως η καλύτερη ηλικία για ξεκίνημα στον παιδικό σταθμό είναι από πολλές απόψεις αυτή των τριών χρόνων. Αυτό δεν σημαίνει πως η έναρξη πριν από την ηλικία αυτή θα είναι οπωσδήποτε επιζήμια για κάθε παιδί. Αυτό εξαρτάται από πολλούς και διάφορους παράγοντες όπως το ταμπεραμέντο του παιδιού, η ποιότητα της σχέσης του με το γονιό που το φροντίζει, οι προηγούμενες εμπειρίες του από αποχωρισμούς, άλλες ιδιαίτερες συνθήκες (π.χ. ύπαρξη μικρότερου αδελφιού που παραμένει σπίτι), καθώς και η δυσκολία του ίδιου του γονιού να αποχωρισθεί το παιδί του και να αναθέσει τη φροντίδα του σε κάποιον ξένο.
Πρόθεσή μας δεν είναι να στείλουμε τη μητέρα πίσω στην κουζίνα και στο σπίτι, αλλά να ευαισθητοποιηθεί κάποια στιγμή η κοινωνία, και με επίκεντρο τις ανάγκες των παιδιών, να δώσει τη δυνατότητα και στους δύο γονείς -όχι μόνο στη μητέρα- να μπορούν να μένουν εναλλάξ στο σπίτι και να φροντίσουν τα παιδιά τους στη διάρκεια των τριών πρώτων χρόνων της ζωής τους.
Σάββας Ν. Σαλπιστής, Ph.D. Κλινικός Ψυχολόγος Ψυχοθεραπευτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου