Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Προσκόλληση. Η πρώτη διαπροσωπική σχέση!

Συνοδευτική φωτογραφία του άρθρού Προσκόλληση. Η πρώτη διαπροσωπική σχέση!
Η αγάπη κατά τη βρεφική ηλικία παίρνει τη μορφή της προσκόλλησης στη μητέρα, αλλά και στα άλλα πρόσωπα του άμεσου οικογενειακού περιβάλλοντος του παιδιού, τα οποία το περιποιούνται και το φροντίζουν. 

Η προσκόλληση (ένας όρος που εισήγαγε ο Βρετανός ψυχίατρος John Bowlby το 1958) είναι ένας ισχυρός δεσμός, μια σαφής επιλεκτική προτίμηση του παιδιού και εμπεριέχει έντονα συναισθήματα και θυμικές αντιδράσεις. 

Η προσκόλληση ουσιαστικά είναι η πρώτη διαπροσωπική σχέση που διαμορφώνει ο άνθρωπος, γι’ αυτό οι επιπτώσεις της στην περαιτέρω συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξή του είναι σημαντικές. Οι ψυχαναλυτικοί θεωρούν την πρώτη αυτή διαπροσωπική σχέση παιδιού και μητέρας ως το πρότυπο, πάνω στο οποίο διαμορφώνονται όλες οι μετέπειτα διαπροσωπικές σχέσεις του ατόμου. 

Σε λειτουργικό επίπεδο η προσκόλληση γίνεται φανερή σε όλες τις πράξεις του παιδιού, που δείχνουν έντονη επιθυμία να είναι κοντά στο αγαπημένο του πρόσωπο, καθώς και έντονη δυσφορία και αντίσταση στον αποχωρισμό του από αυτό. Το βρέφος μπορεί να κλαίει όταν η μητέρα του το αφήνει στην κούνια του, να ηρεμεί και να νιώθει χαρά όταν το παίρνει αγκαλιά, να της χαμογελάει επιλεκτικά ή να προσπαθεί να διατηρεί συνεχώς οπτική επαφή μαζί της. 

Υπάρχει μια γενική αναπτυξιακή διαφορά στον τρόπο που εκδηλώνεται η προσκόλληση. Αρχικά οι εκδηλώσεις της προσκόλλησης επιδιώκουν τη σωματική επαφή και εγγύτητα (το μωρό θέλει να είναι συνέχεια στην αγκαλιά της μητέρας του), ενώ αργότερα αποβλέπουν στην εξασφάλιση της επιδοκιμασίας και της προσοχής του αγαπημένου προσώπου. Δύο από τις πιο χαρακτηριστικές αντιδράσεις της προσκόλλησης του βρέφους είναι το άγχος για τα ξένα πρόσωπα (εμφανίζεται γύρω στον 7ο μήνα) και το άγχος του αποχωρισμού (εμφανίζεται γύρω στο τέλος του πρώτου έτους). 

Πολλές έρευνες σε διάφορες χώρες του κόσμου έχουν καθορίσει την πορεία που ακολουθεί η ανάπτυξη του φαινομένου της προσκόλλησης. Ειδικότερα, έχουν εντοπιστεί τρία βασικά στάδια: 

α) Αδιαφοροποίητη προσκόλληση: Το βρέφος δείχνει σημεία προσκόλλησης, χωρίς όμως αναφορά σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Το μωρό π.χ. κλαίει και δείχνει δυσφορία, αν κάποιος που το κρατάει αγκαλιά, το αφήσει στην κούνια μόνο του, όποιο και αν είναι αυτό το πρόσωπο. Αυτή η προσκόλληση αρχίζει από την 8η ακόμη εβδομάδα και διαρκεί μέχρι τον 5ο ή τον 6ο μήνα. 

β) Μονοπροσωπική προσκόλληση: Το μωρό δείχνει σαφή προσκόλληση προς ένα μόνο πρόσωπο, και το πρόσωπο αυτό είναι συνήθως η μητέρα - τροφός. Το βρέφος αρχίζει να εκδηλώνει έντονες τις αντιδράσεις προσκόλλησης προς το συγκεκριμένο αυτό πρόσωπο μεταξύ 5ου και 7ου μήνα, οι οποίες γίνονται εντονότερες τους επόμενους 3 - 4 μήνες. Σ΄ αυτή τη φάση εμφανίζεται και το άγχος προς τα ξένα πρόσωπα. 

γ) Πολυπροσωπική προσκόλληση: Λίγους μήνες μετά την εμφάνιση της μονοπροσωπικής προσκόλλησης, το βρέφος αρχίζει να διευρύνει τις “αδυναμίες” του: πρώτα σε ένα ακόμη πρόσωπο (εκτός από τη μητέρα - τροφό) και αργότερα σε περισσότερα πρόσωπα. Στο 18ο μήνα τα περισσότερα παιδιά έχουν διαμορφώσει πολλαπλές προσκολλήσεις: προς τον πατέρα, τον παππού, τη γιαγιά ή / και τα αδέλφια. Συνήθως, το βρέφος προσκολλάται στα άτομα του άμεσου περιβάλλοντός του, που διατηρούν μαζί του μια στενή και σταθερή αλληλεπίδραση. 

Πρέπει, όμως, να τονίσουμε, ότι οι ηλικίες που αναφέρονται παραπάνω ως χρονικό όριο για την εμφάνιση μιας μορφής προσκόλλησης είναι ενδεικτικές. Υπάρχουν πολλές ατομικές διαφορές μεταξύ των βρεφών. Από έρευνες διαπιστώθηκε, ότι το μικρότερο βρέφος που έδειξε έντονη μονοπροσωπική προσκόλληση ήταν 22 εβδομάδων, ενώ άλλα βρέφη καθυστερούσαν ως το τέλος του πρώτου έτους.

Επίσης, ατομικές διαφορές υπάρχουν και ως προς το βαθμό και το συναισθηματικό τόνο της προσκόλλησης. Κάποια βρέφη αναπτύσσουν έντονη προσκόλληση συνοδευόμενη από συναισθήματα ασφάλειας και σιγουριάς (ασφαλής προσκόλληση), κάποια άλλα αναπτύσσουν έντονη προσκόλληση συνοδευόμενη από συναισθήματα αβεβαιότητας και ανασφάλειας (ανασφαλής προσκόλληση), ενώ ένα μικρό ποσοστό δεν αναπτύσσει κανένα είδος προσκόλλησης. 

Τα βρέφη με την ασφαλή προσκόλληση προς τη μητέρα δείχνουν τις διάφορες θετικές αντιδράσεις της προσκόλλησης σε μεγάλο βαθμό (π.χ. της χαμογελούν όταν τη βλέπουν, προσηλώνουν το βλέμμα τους πάνω της, κ.ά.), ενώ δείχνουν τις αρνητικές αντιδράσεις της προσκόλλησης σε μικρότερο βαθμό (π.χ. δε διαμαρτύρονται και δεν κλαίνε όλες τις φορές που η μητέρα τους τα αφήνει για λίγο μόνα). Τα βρέφη με ανασφαλή προσκόλληση θέλουν να βρίσκονται συνεχώς σε επαφή με τη μητέρα τους, κλαίνε συχνά είτε τα κρατάει εκείνη είτε όχι, απαιτούν φορτικά την αποκλειστική προσοχή της, κ.ά. 

Γιατί αναπτύσσεται η προσκόλληση 

Ενώ οι ερευνητές συμφωνούν με το τι είναι και πότε εκδηλώνεται το φαινόμενο της προσκόλλησης, διαφωνούν για το πώς και το γιατί αυτή αναπτύσσεται. Π.χ. η συμπεριφοριστική θεωρία ερμήνευσε την προσκόλληση ως εξής: Το μητρικό πρόσωπο αρχικά, όπως και κάθε άλλο πρόσωπο και πράγμα, είναι για το παιδί ένα ουδέτερο ερέθισμα που δεν του προκαλεί ούτε θετικά ούτε αρνητικά συναισθήματα. Επειδή, όμως, η μητέρα έχει αναλάβει τη φροντίδα του παιδιού και είναι παρούσα κάθε φορά που εκείνο ικανοποιεί τις πρωτογενείς βιολογικές του ανάγκες (τροφή, δίψα, θερμότητα, σωματική ανακούφιση), τελικά συνδέεται η παρουσία της με τα ευχάριστα συναισθήματα που συνεπάγεται η μείωση της ψυχικής έντασης και αποκτά ενισχυτική αξία. 

Το μητρικό πρόσωπο, ως ερέθισμα, μέσω της διαδικασίας της μάθησης, καταλήγει να σημαίνει ευχαρίστηση και ανακούφιση, κατά τον ίδιο τρόπο που ο ήχος του κουδουνιού έχει συνδεθεί με την παροχή τροφής στον πεινασμένο σκύλο στα πειράματα του Pavlov. Έτσι, η παρουσία και μόνο της μητέρας προκαλεί στο παιδί το ευχάριστο συναίσθημα που συνοδεύει την ικανοποίηση της βιολογικής ανάγκης. 

Η ψυχαναλυτική θεωρία ερμηνεύει την προσκόλληση ως δευτερογενές προϊόν της ικανοποίησης βιολογικών ενστίκτων. Ο Freud υποστηρίζει, ότι το βρέφος είναι ένας ναρκισσιστικός οργανισμός που δείχνει προσκόλληση, αγάπη και έντονη επιθυμία για πλησίασμα προς τα πρόσωπα εκείνα που ικανοποιούν τις ανάγκες του και μειώνουν τις ψυχικές του εντάσεις. 

Η ερμηνεία της προσκόλλησης αποκλειστικά ως δευτερογενούς ανάγκης που πηγάζει από τη διαδικασία ικανοποίησης πρωτογενών βιολογικών αναγκών, δεν είναι, όπως απέδειξαν νεότερες έρευνες, επαρκής και δεν μπορεί να εξηγήσει όλες τις γνωστές μορφές του φαινομένου.

Ο Αμερικανός ψυχολόγος Harry Harlow, σε μια μακρά σειρά πειραμάτων με πιθήκους, απέδειξε ότι ισχυρή προσκόλληση αναπτύσσεται ακόμη και σε περιπτώσεις που τον κύριο λόγο δεν διαδραματίζει η ικανοποίηση των βασικών βιολογικών αναγκών, αλλά η σωματική επαφή. Τα πειράματά του έδειξαν, ότι η διαπροσωπική ζεστασιά που παρέχει η μητρική αγκαλιά παίζει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία της σύνδεσης μητέρας και παιδιού. 

Άλλα πειράματα με νεογέννητα ζώα αποκάλυψαν νέες διαστάσεις στο φαινόμενο της προσκόλλησης. Ο φυσιοδίφης Konrad Lorenz μελέτησε τη συμπεριφορά πτηνών, αμέσως μετά την εκκόλαψή τους, και διαπίστωσε ότι το νεογέννητο ζώο ακολουθεί (προσκολλάται) σε μια κινούμενη μορφή που θα τύχει να βρεθεί κοντά του τη στιγμή της εκκόλαψης. Το φαινόμενο αυτό της προσκόλλησης του νεογέννητου ζώου σε μια κοντινή κινούμενη μορφή αποκαλείται αποτύπωση. 

Τα διάφορα πειράματα που έγιναν για την αποτύπωση έδειξαν, ότι υπάρχει μια στιγμή (μια κρίσιμη περίοδος) στην πορεία της ανάπτυξης που το αναπτυσσόμενο ον δημιουργεί ένα στενό σύνδεσμο με μια κοντινή κινούμενη μορφή, χωρίς να μεσολαβήσει καμιά συνεργία της μορφής αυτής στην ικανοποίηση των βασικών βιολογικών αναγκών (συμπεριφοριστική θεωρία) ή προηγούμενη σωματική επαφή (θεωρία Harlow). 

Αντιδράσεις που δείχνουν προσκόλληση 

Οι διαπιστώσεις τόσο του Harlow για τη θαλπωρή και τη ζεστασιά των απτικών αισθημάτων της μητρικής αγκαλιάς όσο και των επιστημόνων για την αποτύπωση δείχνουν, ότι το φαινόμενο της προσκόλλησης του παιδιού προς το μητρικό πρότυπο είναι ένα πολύπλοκο ψυχολογικό φαινόμενο, που δε μπορεί να ερμηνευτεί μόνο με βάση την αρχή της μείωσης της ψυχικής έντασης. Η γενικότερη αντίληψη σήμερα είναι, ότι η προσκόλληση αποτελεί πρωτογενή ανάγκη του ατόμου. 

Η πιο ολοκληρωμένη θεωρητική ερμηνεία του φαινομένου της προσκόλλησης του παιδιού στο μητρικό πρόσωπο έχει διατυπωθεί από τον Βρετανό ψυχίατρο -ψυχαναλυτή John Bowlby. Ο Bowlby υποστήριξε, ότι η προσκόλληση έχει τις ρίζες της σε εγγενείς βιολογικές σταθερές, οι οποίες μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνο μέσα στα πλαίσια της φυλογενετικής προοπτικής. 

Ο άνθρωπος έχει τη μακρότερη παιδική ηλικία, αλλά και τη μεγαλύτερη περίοδο ανωριμότητας και εξάρτησης. Χωρίς την παρουσία άλλων δε μπορεί, για πολύ χρόνο, να διατηρηθεί στη ζωή και να αναπτυχθεί. Για να μπορέσει, λοιπόν, το βρέφος να επιζήσει, πρέπει να διαθέτει ένα σταθερό σύστημα συμπεριφοράς, το οποίο μέσω της ανταποδοτικής γονεϊκής φροντίδας, θα βοηθά να μειωθεί ο κίνδυνος καθ’ όλη τη μακρά περίοδο της παιδικής του ηλικίας. Το φαινόμενο της προσκόλλησης του βρέφους στο μητρικό πρόσωπο θεωρείται ότι είναι ένα εγγενές σύστημα συμπεριφοράς, κοινό σε όλα τα ζωικά είδη. 

Το παιδί διαθέτει ορισμένες αντιδράσεις με τις οποίες σηματοδοτεί τις ανάγκες του και προσανατολίζει τη συμπεριφορά των άλλων, όπως το κλάμα, την προσήλωση του βλέμματος, τα ψελλίσματα, το χαμόγελο, κ.ά. Από την ανταπόκριση που θα βρουν αυτές οι αντιδράσεις του από τα πρόσωπα του οικείου περιβάλλοντος, καθορίζονται και τα κοινωνικά του ενδιαφέροντα, αλλά και οι διαπροσωπικές του σχέσεις. 

Οι προσανατολιστικές αυτές αντιδράσεις του βρέφους, ενώ αρχικά παρουσιάζονται ως αυτόματες - γενικές κινήσεις χωρίς καμία επικοινωνιακή (διαπροσωπική) αξία, με την πάροδο της ηλικίας υφίστανται διαφοροποίηση και εκδηλώνονται επιλεκτικά προς ορισμένα πρόσωπα. Γίνονται δηλαδή αντιδράσεις, που δείχνουν προσκόλληση. 

Ας πάρουμε για παράδειγμα το χαμόγελο, ένα από τα ισχυρότερα όπλα που διαθέτει το βρέφος για διαπροσωπική ανάπτυξη. Η προσανατολιστική αυτή αντίδραση του μωρού αναπτύσσεται σε τρία σαφώς διαχωρισμένα στάδια: το αντανακλαστικό χαμόγελο, το αδιαφοροποίητο κοινωνικό χαμόγελο και το επιλεκτικό κοινωνικό χαμόγελο

Ήδη, λίγες ώρες μετά τη γέννηση, το βρέφος μπορεί να χαμογελάει αυθόρμητα. Το χαμόγελο, όμως, αυτό είναι μια αυτόματη αντίδραση σε εσωτερικές καταστάσεις του βρέφους. Ακόμη και από τον πρώτο μήνα, το μωρό μπορεί να αντιδρά με χαμόγελο στους ήχους με υψηλό τόνο και κυρίως στη γυναικεία φωνή. Αυτό, όμως, το χαμόγελο είναι μια αδιαμόρφωτη αντίδραση, χωρίς να εμπεριέχει κανένα θυμικό στοιχείο της διαπροσωπικής ευαισθητοποίησης. 

Στον τέταρτο ως τον έκτο μήνα το χαμόγελο του μωρού αλλάζει δραματικά και μπορεί να έχει μεγαλύτερη διάρκεια ή να είναι “πλατύ”. Γίνεται πλέον χαμόγελο με κοινωνική, διαπροσωπική και επικοινωνιακή αξία. Βέβαια, ακόμη δεν είναι αντίδραση που εκδηλώνεται επιλεκτικά σε ένα μόνο πρόσωπο. 

Μετά τον πέμπτο ή έκτο μήνα, οπότε το βρέφος μπορεί να διακρίνει μεταξύ τους τα ανθρώπινα πρόσωπα, το χαμόγελο γίνεται επιλεκτικό. Το μωρό χαμογελάει μόνο σε ορισμένα πρόσωπα, και κυρίως στη μητέρα - τροφό. 

Φυσικά, υπάρχουν τεράστιες ατομικές διαφορές μεταξύ των παιδιών ως προς τις σηματοδοτικές αντιδράσεις και τη συμπεριφορά τους. Οι διαφορές αυτές είναι εμφανείς από τις πρώτες ακόμη ημέρες της ζωής και καθορίζουν το είδος της προσκόλλησης, που θα αναπτύξει το παιδί με τα πρόσωπα του περιβάλλοντός του. 

Εύκολα, δύσκολα και βραδυψυχικά παιδιά 

Οι παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη της προσκόλλησης σχετίζονται τόσο με τα χαρακτηριστικά του ίδιου του παιδιού όσο και με τη συμπεριφορά των κοντινών προσώπων -της μητέρας και των άλλων μελών του άμεσου περιβάλλοντος-, που αλληλεπιδρούν μαζί του. Εδώ να τονίσουμε, ότι καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της προσκόλλησης παίζει όχι τόσο η ποσότητα, αλλά η ποιότητα της αλληλεπίδρασης. 

Από τα χαρακτηριστικά του παιδιού που επηρεάζουν την προσκόλληση έχουν μελετηθεί κυρίως οι ατομικές διαφορές στην ιδιοσυγκρασία. Σε μια διαχρονική έρευνα που κάλυψε όλη τη βρεφική και νηπιακή ηλικία, διαπιστώθηκε ότι τα βρέφη διαφέρουν πολύ μεταξύ τους ως προς την ενεργητικότητα και την ευσυγκινησία. 

Άλλα έχουν μεγάλη ετοιμότητα να αντιδρούν στα ερεθίσματα, ενώ άλλα είναι παθητικά. Άλλα είναι οξύθυμα και ευερέθιστα, κλαίνε με το παραμικρό, διαμαρτύρονται και για την παραμικρή πρόκληση, δύσκολα παρηγορούνται και ησυχάζουν, ενώ άλλα είναι ήρεμα. 

Κάποια παιδιά προσαρμόζονται εύκολα σε νέες ρουτίνες και αλλαγές του τρόπου ζωής, ενώ άλλα δυσκολεύονται να προσαρμοστούν. Άλλα είναι χαδιάρικα, χαίρονται να τα παίρνουν και να τα κρατάνε οι άλλοι αγκαλιά και απολαμβάνουν τη σωματική επαφή, ενώ άλλα μένουν αδιάφορα στην παρουσία και τις περιποιήσεις των άλλων, κ.ά. 

Με βάση αυτές τις διαφορές διαπιστώθηκε ότι τα βρέφη μπορούν να κατηγοριοποιηθούν, από τους πρώτους κιόλας μήνες της ζωής τους, σε τρεις σαφώς διαχωρισμένους τύπους: τα εύκολα παιδιά, τα δύσκολα παιδιά και τα βραδυψυχικά παιδιά. 

Τα εύκολα παιδιά (ποσοστό 40%)αντιμετωπίζουν τα νέα γεγονότα με μια θετική διάθεση (π.χ. δοκιμάζουν νέα φαγητά χωρίς πολλές διαμαρτυρίες), οι βιολογικές τους λειτουργίες παρουσιάζουν μια κανονικότητα (κοιμούνται, ξυπνούν και τρώνε σε συγκεκριμένες ώρες), είναι συνήθως χαρούμενα, προσαρμόζονται εύκολα στις αλλαγές και αντιδρούν ήπια στους ερεθισμούς. 

Τα δύσκολα παιδιά (ποσοστό 10%)δεν τρώνε και δεν κοιμούνται σε τακτές ώρες, κλαίνε συχνά, δυσκολεύονται να προσαρμοστούν κάθε φορά που αλλάζει κάποια συνήθειά τους, είναι γενικά οξύθυμα και δύσθυμα, αντιδρούν σε περισσότερα πράγματα με μεγάλη ένταση και με μια γενική αρνητική διάθεση. 

Τα βραδυψυχικά παιδιά (ποσοστό 15%)δεν παρουσιάζουν τόσο έντονες θετικές ή αρνητικές αντιδράσεις, αλλά δείχνουν περισσότερο παθητική αντίσταση. Για παράδειγμα, ενώ το δύσκολο παιδί κλαίει και φτύνει οργισμένο το φαγητό από το στόμα, το βραδυψυχικό παιδί κρατάει το φαγητό στο στόμα, το αναμασάει και έτσι δεν αφήνει να του δώσουν άλλο. 

Είναι αρκετά σύνηθες να υπάρχουν και μεικτοί τύποι παιδιών. Είναι, επίσης, ευνόητο ότι οι διαφορετικοί αυτοί τύποι βρεφών απαιτούν από τους ενηλίκους και διαφορετικούς τρόπους μεταχείρισης, αλλά και φροντίδας. Επιπλέον, κάθε τύπος παιδιού δημιουργεί στους ενηλίκους διαφορετικά συναισθήματα και αντιδράσεις. 

Συμπεριφορά των προσώπων και προσκόλληση 

Η προσκόλληση διευκολύνεται όταν υπάρχει μια σταθερή προσωπική σχέση και φροντίδα προς το παιδί. Για παράδειγμα, παιδιά που μεγαλώνουν σε ορφανοτροφεία, όπου μια βρεφοκόμος είναι επιφορτισμένη με τη φροντίδα πολλών παιδιών ταυτόχρονα, δύσκολα αναπτύσσουν μονοπροσωπική προσκόλληση. 

Το παιδί δεν αναπτύσσει προσκόλληση αναγκαστικά προς το πρόσωπο που βρίσκεται μαζί του τον περισσότερο χρόνο και που το περιποιείται, αλλά προς το πρόσωπο που του προσφέρει κοινωνικά ερεθίσματα και προσωπικές εμπειρίες. Η διαπίστωση αυτή δείχνει, ότι τα παιδιά των εργαζόμενων γυναικών δε διατρέχουν καθόλου μεγαλύτερο κίνδυνο να διαταραχθεί η ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη. 

Το γεγονός ότι η εργαζόμενη μητέρα μένει με το παιδί λιγότερες ώρες την ημέρα, δεν προδικάζει καθόλου το είδος της διαπροσωπικής σχέσης που θα αναπτυχθεί ανάμεσα σε αυτή και το παιδί. Καθοριστικός παράγοντας δεν είναι το πόσο χρόνο μένει η μητέρα με το παιδί, αλλά τα κοινωνικά ερεθίσματα που προσφέρει στη σχέση και στην αλληλεπίδρασή της με το παιδί. 

Επίσης, ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας για την ανάπτυξη της προσκόλλησης είναι η ετοιμότητα και η προθυμία της μητέρας για άμεση ανταπόκριση στις διάφορες σηματοδοτικές αντιδράσεις και ανάγκες του παιδιού. Μητέρες που σπεύδουν πρόθυμα να ικανοποιήσουν κάθε ανάγκη του παιδιού, τη στιγμή που παρουσιάζεται η ανάγκη, έχουν κατά κανόνα παιδιά με ασφαλή προσκόλληση (έντονη προσκόλληση συνοδευόμενη από συναισθήματα ασφάλειας και σιγουριάς). 

Αντίθετα, μητέρες που δεν αναγνωρίζουν τις ανάγκες του παιδιού και δεν δείχνουν προθυμία να τις ικανοποιήσουν, έχουν παιδιά με ανασφαλή προσκόλληση (έντονη προσκόλληση συνοδευόμενη από συναισθήματα αβεβαιότητας και ανασφάλειας). 

Αρκετοί νομίζουν, ότι οι μητέρες που σπεύδουν πρόθυμα να ικανοποιήσουν κάθε αίτημα των παιδιών, τελικά τα “χαλάνε” και τα κακομαθαίνουν. Οι οπαδοί αυτής της άποψης υποστηρίζουν, ότι π.χ. όταν κάθε φορά που αρχίζει να κλαίει το παιδί, η μητέρα του σπεύδει να το πάρει αγκαλιά και να το ηρεμήσει, εκείνο “μαθαίνει” ότι το κλάμα συνεπάγεται μείωση της εσωτερικής έντασης και στο μέλλον θα κλαίει περισσότερο, γιατί το κλάμα πλέον έχει καταστεί στο ρεπερτόριο της συμπεριφοράς του μια συντελεστική αντίδραση, κατά τη συμπεριφοριστική ορολογία. 

Έρευνες έχουν δείξει, ότι συμβαίνει το αντίθετο. Η Mary Ainsworth, σε μια ενδιαφέρουσα διαχρονική της μελέτη με βρέφη, διαπίστωσε ότι βρέφη, των οποίων οι μητέρες έσπευδαν αυθόρμητα να τα ηρεμήσουν κάθε φορά που έκλαιγαν, στις επόμενες ηλικίες έκλαιγαν λίγο και ήταν γενικά ήρεμα. Αντίθετα, βρέφη, των οποίων οι μητέρες τα άφηναν να κλαίνε, ελπίζοντας ότι έτσι ενίσχυαν αρνητικά το κλάμα, στις επόμενες ηλικίες έκλαιγαν περισσότερο και ήταν γενικώς ανήσυχα. 

Η προσκόλληση διευκολύνεται, όταν η μητέρα συγχρονίζει τη συμπεριφορά της με τη συμπεριφορά του παιδιού. Έχει διαπιστωθεί, ότι το παιδί αντιδρά σε δύο εναλλασσόμενους ρυθμούς: έντασης της προσοχής και χαλάρωσης της προσοχής. Μια στιγμή π.χ. το παιδί στρέφει το βλέμμα του προς το πρόσωπο της μητέρας. Η προσοχή του εντατικοποιείται και μια στιγμή κορυφώνεται, το βλέμμα του έχει καρφωθεί στα μάτια της μητέρας. 

Στη φάση αυτή της εντατικοποίησης της προσοχής το παιδί έχει μάθει να περιορίζει κινήσεις και λειτουργίες του σώματος και οι χτύποι της καρδιάς γίνονται βραδύτεροι. Μετά την κορύφωση αυτής της προσοχής επέρχεται χαλάρωση, μια προσωρινή διακοπή για “ανάρρωση”: το βλέμμα γίνεται απλανές, αφήνεται να πλανάται στα γύρω αντικείμενα αδιακρίτως. 

Έχει διαπιστωθεί, ότι οι επιδράσεις της μητέρας έχουν τη μεγαλύτερη απόδοση, όταν προσφέρονται στις φάσεις της έντασης της προσοχής. Αν, π.χ., τη στιγμή που το παιδί έχει στραμμένο το βλέμμα του στο πρόσωπο της μητέρας, εκείνη αρχίσει να του χαμογελάει ή να του μιλάει, το μωρό θα διεγερθεί περισσότερο και θα εμπλουτίσει την αλληλεπίδραση και με άλλες σηματοδοτικές αντιδράσεις (χαμόγελο, ψελλίσματα, μίμηση). 

Μετά από κάποια κορύφωση του “διαλόγου”, το παιδί αποσύρεται σε χαλάρωση. Αν η μητέρα συνεχίζει να διερεθίζει το παιδί κατά τη φάση της χαλάρωσης, εκείνο νιώθει εσωτερική δυσφορία και αποστροφή. Οι μητέρες που συγχρονίζουν τη συμπεριφορά τους στις δύο “ταχύτητες” της συμπεριφοράς των παιδιών, μεγιστοποιούν τις θετικές τους αντιδράσεις στην ανάπτυξη της προσκόλλησης.  

Άγχος προς τα ξένα πρόσωπα 

Μόλις το παιδί αναπτύξει έντονη μονοπροσωπική προσκόλληση (συνήθως στον 7ο μήνα), αρχίζει να δείχνει το άγχος του προς τα ξένα πρόσωπα. Ενώ το βρέφος λίγο πριν χαιρόταν την παρουσία κάθε προσώπου που το πλησίαζε, του μιλούσε, έπαιζε μαζί του, έκανε διάφορες γκριμάτσες και το γαργαλούσε, τώρα όταν το πλησιάζει ένα ξένο πρόσωπο γίνεται ανήσυχο, ειδικά αν η μητέρα - τροφός δεν είναι κοντά του. 

Το μωρό καρφώνει το βλέμμα του επάνω στο άγνωστο πρόσωπο, μένει ακίνητο για λίγο και μετά αρχίζει να κλαίει, να φωνάζει, να διαμαρτύρεται και να προσπαθεί να απομακρυνθεί από αυτό. Το άγχος προς τα ξένα πρόσωπα κορυφώνεται γύρω στα τέλη του πρώτου έτους. Μετά την ηλικία αυτή αρχίζει σταδιακά να μειώνεται και να εξαφανίζεται, καθώς το παιδί διευρύνει τον κύκλο των προσκολλήσεών του και των προσώπων που έρχεται σε συχνή επαφή. 

Οι φοβικές αντιδράσεις του μωρού προς τα ξένα πρόσωπα αποτελούν, για τους γονείς και τους άλλους ενηλίκους που δεν είναι σωστά ενημερωμένοι, μια δυσάρεστη έκπληξη. Φανταστείτε την οδυνηρή αντίδραση μιας γιαγιάς ή ενός παππού, που μετά από μικρή απουσία κάποιων εβδομάδων, βρίσκουν το εγγονάκι τους να μη θέλει ούτε να τους δει! 

Το άγχος προς τα ξένα πρόσωπα δεν είναι μια αντίδραση προς τα ξένα πρόσωπα αυτά καθαυτά (το βρέφος δεν είχε συγκεκριμένες τραυματικές εμπειρίες από τα ξένα πρόσωπα), αλλά είναι μια αντίδραση προς μια αποκλίνουσα μορφή. Το μωρό, με την ωρίμανση του νευρικού συστήματος και από τη στενή συναναστροφή με τη μητέρα του σχηματίζει μια σαφή εικόνα, ένα γνωστικό σχήμα του προσώπου της. Κάθε πρόσωπο που διαφέρει από το σχήμα αυτό, είτε αυτό είναι άγνωστο πρόσωπο είτε είναι ακόμη και το πρόσωπο της μητέρας με γυαλιά ηλίου, προκαλεί στο παιδί φοβικές αντιδράσεις. 

Η γνωστική απόκλιση είναι που πυροδοτεί όλες αυτές τις αντιδράσεις. Ο σχηματισμός, όμως, μιας σαφούς εικόνας του προσώπου της μητέρας απαιτεί και μια ανάλογη ωριμότητα στο γνωστικό τομέα. Γι’ αυτό οι γονείς θα πρέπει να δέχονται το άγχος προς τα ξένα πρόσωπα με υπερηφάνεια, γιατί αυτό αποτελεί μια πραγματική απόδειξη, ότι οι γνωστικές ικανότητες του παιδιού τους αναπτύσσονται κανονικά. 

Το άγχος προς τα ξένα πρόσωπα δεν έχει σε όλα τα βρέφη την ίδια ένταση. Συνήθως είναι εντονότερο στις περιπτώσεις που η σχέση μητέρας και παιδιού είναι πολύ στενή. Σχετίζεται, επίσης, με τη σειρά γέννησης του παιδιού στην οικογένεια, αλλά και με την έκταση των κοινωνικών επαφών του παιδιού έξω από το σπίτι. Τα πρωτότοκα παιδιά ή τα αδέλφια που έχουν μεγάλη διαφορά ηλικίας δείχνουν πιο έντονο φόβο προς άγνωστα πρόσωπα. Οι διαφορετικές αυτές αντιδράσεις ασφαλώς σχετίζονται με το χρόνο που διαθέτει η μητέρα για αλληλεπίδραση με τα παιδιά διαφορετικής θέσης μέσα στην οικογένεια. 

Επιπλέον, η ένταση του άγχους προς τα ξένα πρόσωπα εξαρτάται από καθαρώς περιβαλλοντικούς παράγοντες της στιγμής. Οι γονείς μπορούν να ελαχιστοποιήσουν την ένταση που θα εκδηλώσει το παιδί τους στις φοβικές αντιδράσεις προς τα ξένα πρόσωπα, αν π.χ. γνωρίζουν ότι το άγχος αυτό επαυξάνεται όταν το άγνωστο πρόσωπο παρουσιαστεί στο οπτικό πεδίο του παιδιού απότομα, όταν κάνει δυνατούς ήχους ή /και όταν προκαλέσει κάποια απότομη αλλαγή στην κατάσταση του παιδιού (π.χ. όταν αρπάξει το παιδί στα χέρια του ξαφνικά). 

Όταν το άγνωστο πρόσωπο πλησιάζει το παιδί σταδιακά και ήρεμα, χωρίς να προκαλεί έντονους ήχους και απότομες αλλαγές στην κατάσταση του παιδιού, τότε η ένταση του άγχους μετριάζεται. Επίσης, μην ξεχνάτε, ότι η απόκλιση που προκαλεί το φόβο αναφέρεται στα χαρακτηριστικά του προσώπου. Έτσι, δεν υπάρχει άγχος όταν, π.χ. ένα ξένο πρόσωπο έχει στρέψει την πλάτη του στο παιδί. 

Τέλος, οι γονείς θα πρέπει να φροντίζουν να έχει το παιδί, στο διάστημα πριν από τον έβδομο μήνα, πολλά και ποικίλα θετικά διαπροσωπικά ερεθίσματα και εμπειρίες. 

Άγχος του αποχωρισμού 

Άλλη εκδήλωση του βρέφους, που είναι άμεσο αποτέλεσμα της προσκόλλησης, είναι το άγχος του αποχωρισμού. Το παιδί, σε κάποιο στάδιο της ανάπτυξής του (συνήθως γύρω στο 10ο μήνα), προσπαθεί με κάθε τρόπο να βρίσκεται κοντά στη μητέρα του. Την ακολουθεί στις μετακινήσεις της μέσα στο δωμάτιό του, φροντίζει να διατηρεί μαζί της οπτική και σωματική επαφή, ελέγχει κατά πόσο είναι στη διάθεσή του κάθε φορά που τη χρειάζεται, κ.ά. 

Όταν το βρέφος είναι ελεύθερο και μπορεί να προβαίνει σ΄ αυτές τις ενέργειες, για να διατηρεί κάποια “εγγύτητα” με τη μητέρα, μπορεί να συνεχίζει να παίζει και να εξερευνά το γύρω χώρο ενεργά, ακόμη και σε περιβάλλον που δεν του είναι οικείο, χωρίς να νιώθει καμιά ανησυχία. 

Όταν, όμως, το βρέφος βλέπει τη μητέρα του να απομακρύνεται, να φεύγει από το δωμάτιο, να το αφήνει μόνο του και εκείνο δε μπορεί να την ακολουθήσει, βιώνει μια έντονη δυσφορία και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τη φέρει πίσω: κλαίει, φωνάζει, καρφώνει το βλέμμα του στην πόρτα, κινείται προς την πόρτα και προσπαθεί να την ανοίξει, κ.ά. Μετά από λίγο εγκαταλείπει την προσπάθειά του, κάθεται στο δάπεδο και λικνίζει απελπισμένα το σώμα, αγνοώντας τα παιχνίδια του και τις άλλες δραστηριότητες που μόλις πριν από λίγο τόσο απολάμβανε. 

Οι έντονες αυτές αντιδράσεις είναι απόρροια του άγχους που βιώνει το παιδί, εξαιτίας του αποχωρισμού του από το πρόσωπο προς το οποίο έχει αναπτύξει προσκόλληση. Το άγχος του αποχωρισμού κορυφώνεται συνήθως μεταξύ του 13ου και 18ου μήνα. Απουσίες της μητέρας από το σπίτι πρέπει να αποφεύγονται σ’ αυτή τη φάση της ανάπτυξης. 

Μετά την ηλικία αυτή το άγχος του αποχωρισμού αρχίζει να μειώνεται και τελικά να εξαφανίζεται. Σε περίπτωση που το άγχος του αποχωρισμού συνεχιστεί και στις επόμενες ηλικίες έντονο, είναι πιθανό το παιδί να παρουσιάσει αργότερα δυσκολίες στην ψυχοκοινωνική προσαρμογή (σχολική φοβία). 

Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν οι γονείς τις αντιδράσεις του παιδιού στο άγχος του αποχωρισμού, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τα χαρακτηριστικά αυτής της συμπεριφοράς. Οι γονείς, που για να μετριάσουν τις διαμαρτυρίες του παιδιού, μένουν στο σπίτι ή περιορίζουν τις δραστηριότητές τους εκτός σπιτιού, τελικά ενισχύουν τις αντιδράσεις του άγχους του αποχωρισμού και τις πολλαπλασιάζουν. 

Άλλοι γονείς που, για να αποφύγουν τις αντιδράσεις και την ένταση του αποχωρισμού, καταφεύγουν στο τέχνασμα να φεύγουν κρυφά από το σπίτι, χωρίς να τους δει το παιδί, τελικά επιτείνουν το άγχος του παιδιού, αντί να το μειώνουν, γιατί εκείνο αρχίζει να διαπιστώνει, ότι οι γονείς του ανά πάσα στιγμή μπορεί να “εξαφανιστούν”. 

Ο καλύτερος τρόπος είναι οι γονείς να εξηγήσουν στο παιδί ότι θα λείψουν για λίγο και να το διαβεβαιώσουν, ότι σύντομα θα επιστρέψουν. Το παιδί, που έχει πολλές εμπειρίες να βλέπει τους γονείς του να το αποχωρίζονται για ορισμένο χρονικό διάστημα και να επιστρέφουν πάλι σ’ αυτό, μαθαίνει ότι ο αποχωρισμός είναι κάτι πρόσκαιρο και επανορθώσιμο. 

Επίσης, η ένταση του άγχους θα ελαχιστοποιείται, αν το παιδί, όταν το αποχωρίζονται οι γονείς, μένει σε οικείο περιβάλλον, με τα προσωπικά του αντικείμενα και με άλλα οικεία πρόσωπα. 

Πηγή: Ιωάννης Ν. Παρασκευόπουλος. Εξελικτική ψυχολογία. Η ψυχική ζωή από τη σύλληψη ως την ενηλικίωση (τόμος 1). 

www.yeskid.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου