Είναι γεγονός ότι το βρέφος από τη στιγμή που έρχεται στη ζωή δέχεται πληθώρα λεκτικών ερεθισμάτων από τους ενηλίκους που το περιβάλλουν. Στην πραγματικότητα, όμως, έρχεται σε επαφή με τη γλώσσα πολύ πριν από τη γέννηση, χάρη στην εξοικείωση του εμβρύου με την φωνή της μητέρας του το διάστημα της ενδομήτριας ζωής, όσο μπορεί να την αντιληφθεί διαμέσου του αμνιακού υγρού.
Οι πιο κρίσιμες ηλικίες για την ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας είναι από 1 ½ μέχρι 5 χρονών. Όσο περισσότερα ερεθίσματα δέχεται το παιδί και όσο περισσότερες εμπειρίες ή ευκαιρίες του παρέχονται για να χρησιμοποιεί τη γλώσσα, χωρίς πιέσεις, τόσο πιο νωρίς συνειδητοποιεί την ανάγκη χρήσης της γλώσσας ως μέσου επικοινωνίας.
Στην αρχή, το βρέφος βγάζει άναρθρες φωνές, που έχουνε στόχο κυρίως να εκφράσουν τη φυσιολογική δυσφορία του, π.χ., την πείνα. Το κλάμα, τα γουργουρίσματα, τα ψελλίσματα, οι πρώτες φωνούλες, είναι οι πρώτες γλωσσικές εκφράσεις του παιδιού και συνήθως αντικατοπτρίζουν τη φυσική του κατάσταση. Σταδιακά συντίθεται τα σημάδια μιας επικοινωνίας μεταξύ του παιδιού και του περιβάλλοντός του και γύρω στους 12 μήνες έχουμε τις πρώτες λέξεις.
Σ’ αυτή την περίοδο το παιδί χρησιμοποιεί μια λέξη, της οποίας η ερμηνεία εξαρτάται από το περιεχόμενο των κινήσεων, της μίμησης ή των συνθηκών. Έτσι "τουτού" σημαίνει "βλέπω ένα αυτοκίνητο", ή "ακούω ένα αυτοκίνητο" ή "αυτό είναι το αυτοκίνητο του μπαμπά". Πρέπει, βέβαια, να σημειώσουμε ότι πάντα προηγείται η παθητική αντίληψη του λόγου, δηλαδή ο εσωτερικός λόγος, από την ενεργητική έκφραση. Είναι, δηλαδή, σαφές, ότι, προτού το βρέφος αρθρώσει τις πρώτες του λεξούλες, είναι ήδη ικανό να κατανοήσει αρκετά.
Από τους 18 μήνες μέχρι τα δεύτερα γενέθλια του παιδιού εμφανίζονται οι πρώτες φράσεις, οι πρώτοι συνδυασμοί δυο λέξεων π.χ. (να μωρό), καθώς και η άρνηση (π.χ. "όχι νάνι", "όχι μαμ"), που εισάγουν το παιδί στους πρώτους αντιληπτικούς χειρισμούς. Τώρα ο ρόλος της οικογένειας είναι σημαντικός, αφού, όταν απουσιάζουν τα γλωσσικά ερεθίσματα, παρατηρείται φτωχό λεξιλόγιο ή καθυστέρηση στην εκμάθηση του προφορικού λόγου. Το παιδί μιμείται και επαναλαμβάνει με τον τρόπο του το προφορικό μοντέλο του ενηλίκου. Έτσι, μαθαίνει σταδιακά καινούργιες λέξεις και νέες δομές που, στη συνέχεια, επενδύονται στην καθημερινή λεκτική του δραστηριότητα.
Μετά τα τρία χρόνια σχηματίζει προτάσεις με τρεις, τέσσερις ή περισσότερες λέξεις, χρησιμοποιεί πληθυντικό αριθμό, πτώσεις, χρόνους ρημάτων, κ.λπ. Το παιδί πλέον το κατανοούν όχι μόνο οι γονείς του, αλλά και το εξω-οικογενειακό του περιβάλλον.
Η περίοδος από τα 3 μέχρι τα 6 χρόνια είναι ταχείας γλωσσικής εξέλιξης, τόσο στον τομέα της κατανόησης όσο και στον τομέα της έκφρασης. Μέχρι τα 5 χρόνια, το παιδί μπορεί να διηγηθεί πρόσφατα γεγονότα, χρησιμοποιεί προτάσεις μεγάλες και σωστές και ονομάζει τα βασικά χρώματα. Οι μόνοι φθόγγοι που μπορεί να μην προφέρει για λίγο καιρό ακόμη σωστά είναι το ρ, το δ, το σ, και το θ, ενώ και αυτοί πρέπει να έχουν αποκατασταθεί μέχρι να πάει το παιδί στο σχολείο.
Κάθε φορά που το παιδί φτάνει να κατακτήσει έναν ήχο της γλώσσας του, έχει προηγουμένως περάσει από παρεμφερείς ήχους, προκειμένου να το κατορθώσει. Πολύ συχνά παρατηρούνται κάποιοι μηχανισμοί διευκόλυνσης, όπως παραλείψεις, αντικαταστάσεις, αντιμεταθέσεις, που όμως το παιδί εγκαταλείπει γρήγορα καθώς το φωνολογικό του σύστημα εξελίσσεται. Έτσι θεωρείται φυσιολογικό ένα τρίχρονο παιδί να λέει "παπέλο" αντί για "καπέλο" ή "νελό" αντί για "νερό" στην προσπάθειά του να επικοινωνήσει λεκτικά μαζί μας. Όταν αυτό όμως συμβαίνει με ένα εξάχρονο παιδί, πρέπει να ανησυχούμε.
Βέβαια, δεν εξελίσσονται όλα τα παιδιά με τον ίδιο ρυθμό και δεν ακολουθούν την πορεία ανάπτυξης του λόγου που παραπάνω αναφέραμε. Όπως μερικά παιδιά περπατούν πιο αργά από τα άλλα, το ίδιο συμβαίνει και στο θέμα της ομιλίας. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η αντίδραση των γονιών ποικίλλει. Κάποιοι πανικοβάλλονται και αρχίζουν τις ερωτήσεις στους ειδικούς. Αντίθετα, άλλοι δεν ανησυχούν, γιατί έχουν την τάση να ανατρέχουν σε συγγενικά πρόσωπα που καθυστέρησαν να μιλήσουν, ενώ για μερικούς το θέμα περνά απαρατήρητο.
Αλεξάνδρα Καππάτου, Ψυχολόγος - Παιδοψυχολόγος
akappatou.gr
Βέβαια, δεν εξελίσσονται όλα τα παιδιά με τον ίδιο ρυθμό και δεν ακολουθούν την πορεία ανάπτυξης του λόγου που παραπάνω αναφέραμε. Όπως μερικά παιδιά περπατούν πιο αργά από τα άλλα, το ίδιο συμβαίνει και στο θέμα της ομιλίας. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η αντίδραση των γονιών ποικίλλει. Κάποιοι πανικοβάλλονται και αρχίζουν τις ερωτήσεις στους ειδικούς. Αντίθετα, άλλοι δεν ανησυχούν, γιατί έχουν την τάση να ανατρέχουν σε συγγενικά πρόσωπα που καθυστέρησαν να μιλήσουν, ενώ για μερικούς το θέμα περνά απαρατήρητο.
Αλεξάνδρα Καππάτου, Ψυχολόγος - Παιδοψυχολόγος
akappatou.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου