Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

Πολεμικά παιχνίδια: Οφέλη και επιπτώσεις στα παιδιά

Ο «καλός» και ο «κακός» γονιός
Από πάντα, τα παιδιά όλου του κόσμου έπαιζαν -και συνεχίζουν να παίζουν, με τις απαραίτητες παραλλαγές και αναπροσαρμογές- ιππότες, κουρσάρους, καοϋμπόηδες και Ινδιάνους, σκληρούς πολεμιστές και ήρωες των παραμυθιών και των ιστοριών που διάβαζαν, αστυνόμους και κλέφτες, χωρίς να μετατρέπονται, αργότερα στην πραγματική τους ζωή, σε αδίστακτους και αιμοσταγείς δολοφόνους.

Ιδιαίτερα στη διάρκεια των δεκαετιών του 1960 και 1970, αλλά ως ένα βαθμό ακόμα και μέχρι σήμερα, σχεδόν οι περισσότεροι επαγγελματίες της ψυχικής υγείας -και κατ΄επέκταση και οι περισσότεροι γονείς, όπως και οι εργαζόμενοι σε παιδικούς σταθμούς- θεωρούσαν γενικώς την αποτροπή ή την απαγόρευση της χρήσης πολεμικών παιγνιδιών από τα παιδιά ως, πολιτικά, ορθή στάση και επιλογή. Όμως, όπως και οποιαδήποτε άλλη κοινωνική αξία ή αντίληψη, έτσι και η συγκεκριμένη, θεωρείται πλέον ως υπερβολική και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμα και ως ένα βαθμό ανασταλτική για την ομαλή ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη του παιδιού. Αυτό, όμως, σε καμία περίπτωση, δεν σημαίνει πως επικροτείται η ανεξέλεγκτη και άνευ προϋποθέσεων χρήση πολεμικών παιγνιδιών από μικρά παιδιά.

Πολλές ήταν οι φορές, που διαπίστωσα πως όσο πιο απαγορευτικοί ήσαν οι γονείς στο θέμα της χρήσης τέτοιου είδους παιγνιδιών από τα παιδιά τους τόσο εντονότερα αυτά εκδήλωναν την επιθυμία να τα αποκτήσουν. 

Αυτό, νομίζω, είναι εύκολα κατανοητό από τον καθένα μας και ανάλογα παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν πολλά. Το παράδοξο είναι πως αρκετοί από αυτούς τους γονείς δεν ήσαν καθόλου ή εξίσου αποτρεπτικοί απέναντι στην παρακολούθηση "παιδικών" ταινιών ή κινούμενων σχεδίων από τα παιδιά τους, με τερατώδες συχνά περιεχόμενο και πολύ περισσότερους και βιαιότερους σκοτωμούς από αυτούς που μπορεί να εμπεριέχει ένα συμβολικό πολεμικό παιχνίδι. 

Στην περίπτωση της παρακολούθησης ταινιών ή βίντεο ανάλογου περιεχομένου, το παιδί δεν είναι παρά ένας παθητικός αποδέκτης έντονων ερεθισμάτων, των οποίων την έκβαση δεν έχει την παραμικρή δυνατότητα να επηρεάσει με κάποιον τρόπο -όπως συμβαίνει στο πραγματικό παιχνίδι- ώστε να καταφέρει να διευθετήσει με έναν προσωπικό τρόπο τα δικά του εσωτερικά διλήμματα και να ανακουφισθεί. Επιπρόσθετα, δεν δίνεται σε εμάς τους ενήλικες γύρω του η δυνατότητα, παρακολουθώντας το παιχνίδι του, να παρέμβουμε διορθωτικά, αν κρίνουμε πως κάτι τέτοιο θα ήταν απαραίτητο. 

Αυτό που γενικά ισχύει, είναι πως τα παιδιά θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα και τη δυνατότητα να μπορούν να παίζουν ό,τι θέλουν και να χρησιμοποιούν κάθε είδους παιγνίδι, που τους είναι απαραίτητο. Αυτό που θα πρέπει να μας απασχολεί, ως ενήλικες και από οποιαδήποτε θέση, είναι να επιβλέπουμε το παιχνίδι τους, να αξιολογούμε τον ρόλο του κάθε παιδιού σε αυτό, αλλά και τον τρόπο που το ίδιο το παιχνίδι εξελίσσεται και να παρεμβαίνουμε αποφασιστικά όταν: 

1. το παιδί φαίνεται πως κατακλύζεται από ερεθίσματα, που δεν είναι σε θέση να διαχειρισθεί από μόνο του, 
2. όταν παραβιάζονται τα όρια κάποιου άλλου παιδιού, 
3. όταν ασκείται βία και εξαναγκασμός ή όταν προσβάλλεται η αξιοπρέπειά του. 

Στις περιπτώσεις αυτές, προτείνουμε στο παιδί/παιδιά πιθανούς τρόπους διαχείρισης, αποκατάστασης και συμφιλίωσης. 

Πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν πως η χρησιμοποίηση όπλων από τα παιδιά μπορεί να τα εξοικειώσει με τη βία και να καταστήσει εύκολη την πραγματική χρήση τους αργότερα στη ζωή. Ως παραδείγματα περί αυτού, αρκετοί επικαλούνται τα δεκάδες περιστατικά ανά τον κόσμο -και ιδιαίτερα στις Η.Π.Α.- όπου παιδιά και έφηβοι δολοφόνησαν -φαινομενικά εν αιθρία- δασκάλους, καθηγητές και συμμαθητές τους. 

Κατανοητή η ανησυχία και ο προβληματισμός τους αλλά μια προσεκτικότερη μελέτη των περιστατικών αυτών δείχνει πως κοινός παρονομαστής της ζωής των παιδιών και των εφήβων αυτών δεν ήταν η χρήση πολεμικών παιχνιδιών στη διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας, αλλά οι δύσκολες οικογενειακές συνθήκες που έζησαν ή εξακολουθούσαν να ζουν, το ότι έπεσαν θύματα κάποιας μορφής ενδοοικογενειακής ή σχολικής βίας και περιθωριοποίησης καθώς, επίσης, και το ότι ήταν άτομα αποσυρμένα και μοναχικά, χωρίς ιδιαίτερες ή στενές κοινωνικές σχέσεις. 

Η επιρροή και σημασία της χρήσης πολεμικών παιχνιδιών 

Μέσα από το παιχνίδι με άλλους, το παιδί μαθαίνει να περιμένει τη σειρά του, να σέβεται τα θέλω και τις ανάγκες των άλλων, να δοκιμάζει την ένταση και τις συνέπειες διαφόρων δύσκολων και "ανεπίτρεπτων" συναισθημάτων και συμπεριφορών, να ανακαλύπτει τρόπους αποτελεσματικότερης διαχείρισής τους, να επικοινωνεί, να δοκιμάζει τα όριά του και αυτά των άλλων, να εκφράζει τη δημιουργικότητά του, να χτίζει την ταυτότητά του, κ.λπ. Η φαντασία, επάνω στην οποία βασίζεται το παιχνίδι των παιδιών και οι συμβολισμοί που εμπεριέχει, αποτελούν τον αποτελεσματικότερο τρόπο διαχείρισης της πραγματικότητάς τους και της προσαρμογής τους σε αυτήν. 

Τέλος, μία ακόμα ανεκτίμητη διάσταση του παιχνιδιού -άρα και του πολεμικού- είναι η δυνατότητα που δίνει στο παιδί να μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να αλλάζει την έκβασή του ή να το διακόπτει κατά βούληση, όταν τα όσα βιώνει και εκφράζει μέσα από αυτό αρχίζουν να υπερβαίνουν τα όρια των συναισθηματικών του αντοχών. 

Μπορεί και διαπιστώνει εύκολα, συνήθως, πως όλα όσα το τρόμαξαν δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι φαντασίας και όχι μια πραγματικότητα και πως, για τον λόγο αυτό, δεν χρειάζεται να φοβάται. 

Το ίδιο, άλλωστε, δεν κάνουμε και εμείς οι ενήλικες, όταν βλέπουμε έναν εφιάλτη, λέγοντας στον εαυτό μας, για να τον καθησυχάσουμε, πως "Δεν ήταν παρά μόνο ένα κακό όνειρο…;" 

Η αλήθεια είναι, πάντως, πως οι έρευνες γύρω από τις πιθανές συνέπειες της χρήσης πολεμικών παιχνιδιών δεν είναι επαρκείς, τα δε αποτελέσματά τους είναι αντιφατικά, καθώς ορίζουν με διαφορετικό τρόπο σημαντικές έννοιες όπως, για παράδειγμα, την "επιθετικότητα" και τις διάφορες εκφράσεις της. Με άλλα λόγια, οι διαφορετικές θεωρητικές, αλλά και ηθικές προσεγγίσεις καθιστούν αδύνατη την πραγματική αξιολόγηση της επίδρασης της χρήσης των πολεμικών παιχνιδιών, από τη στιγμή που εκφράζουν στην ουσία την προσωπική προσέγγιση των εκάστοτε ερευνητών. 

Διάφοροι εξωτερικοί παράγοντες και γεωπολιτικά, για παράδειγμα, γεγονότα -όπως ήταν ο πόλεμος του Βιετνάμ τις δεκαετίες του 1960 και 1970- μπορούν να επηρεάσουν τη στάση και την αξιολόγησή μας απέναντι σε διάφορα πράγματα, καταστάσεις και αξίες. 

Το ίδιο έγινε -και με ιδιαίτερη ένταση- την περίοδο εκείνη, όσον αφορά στο κατά πόσο είναι θεμιτή ή όχι η χρήση πολεμικών παιχνιδιών. 

Γιγαντώθηκαν, τότε, διάφορα αντιπολεμικά κινήματα σε όλον τον κόσμο και απευθύνθηκαν έντονες κατηγορίες προς τις πολεμικές βιομηχανίες για συνεργασία τους με τη βιομηχανία παιδικών παιγνιδιών, ώστε να πριμοδοτηθεί η χρήση πολεμικών παιχνιδιών, που θα κάνει μακροπρόθεσμα πιο αποδεκτούς τους εκάστοτε πολέμους ανά την υφήλιο. Συστηματικές έρευνες, όμως, για την πιθανή μακροπρόθεσμη επίδραση των πολεμικών παιχνιδιών, δυστυχώς, δεν υπάρχουν ακόμα. 

Το σίγουρο είναι, όμως, πως η απόσταση ανάμεσα σε έναν πραγματικό και έναν φανταστικό πόλεμο μετριέται σε έτη φωτός. Στη δεύτερη περίπτωση, τα παιδιά "παίζουν" και "πειραματίζονται" με την έννοια και ιδέα του τι σημαίνει να σκοτώνεσαι ή να σκοτώνεις και όχι με μια πραγματική τους αντίστοιχη επιθυμία. Αν ήταν έτσι, τότε όλοι μας θα είχαμε σκοτώσει ή θα είχαμε κάνει δεκάδες φορές μεγάλο κακό σε άτομα, που μας πρόσβαλαν ή μας αδίκησαν σοβαρά. Είναι παντελώς διαφορετικό να "παίξει" κάποιος νοητικά με μια ιδέα ή ένα ενδεχόμενο από το να την/το πραγματοποιήσει. 

Τα όσα προαναφέρθηκαν δεν σημαίνουν πως η οποιαδήποτε και υπό οποιεσδήποτε προϋποθέσεις χρήση πολεμικών παιχνιδιών (το ίδιο, και ακόμα περισσότερο, ισχύει και για τη χρήση των ψηφιακών πολεμικών παιχνιδιών) δεν παίζει κανέναν ρόλο και δεν μπορεί να έχει κάποια επίπτωση στον ψυχισμό του παιδιού. 

Αν ήταν έτσι, τότε, ούτε και το οποιοδήποτε άλλο παιδαγωγικό ή εκπαιδευτικό μέσο, παιχνίδι ή άλλου είδους πολιτισμικές εκφράσεις, όπως είναι οι ταινίες, η μουσική, η λογοτεχνία ή τα παραμύθια, θα είχαν κάποια επίδραση ή επίπτωση στον ψυχισμό μας. Όλα θα ήταν άνευ ουσίας και αξίας. 

Αυτό που έχει μεγάλη σημασία, και που μπορεί να αντιρροπήσει τις όποιες πιθανές αρνητικές επιπτώσεις, είναι η δική μας στάση, ως ενηλίκων, απέναντι στην άσκηση βίας, στον πόλεμο, στην αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων, κ.λπ. που μπορεί να επηρεάσει άμεσα και τη στάση των παιδιών μας απέναντι στα ίδια πράγματα και στις ίδιες αξίες. Επιπλέον -όπως ήδη προαναφέραμε- σημαντικότατη είναι η παρουσία και η εποπτεία μας στο παιχνίδι των παιδιών, καθώς και οι παρεμβάσεις που οφείλουμε να κάνουμε, αν αυτό κριθεί αναγκαίο. Με τον ίδιο τρόπο που θα πρέπει πάντα να διαβάζουμε μαζί με το παιδί ένα παραμύθι ή μία ιστορία που το τρομάζει -με την παρουσία μας να λειτουργεί ως παράγοντας ασφάλειας και πηγή απαραίτητων διευκρινίσεων, αποσαφηνίσεων και καθησυχασμού-, με ανάλογο τρόπο, οφείλουμε να λειτουργούμε και όσον αφορά στο παιχνίδι του παιδιού.

Τέλος, κάτι ακόμα που έχει σημασία και ιδιαίτερο συμβολισμό. Όπως και το παιχνίδι, γενικώς, έτσι και τα παιγνίδια που χρησιμοποιεί το παιδί θα πρέπει να έχουν μορφή τέτοια, που να σηματοδοτούν με σαφήνεια προς όλους πως πρόκειται απλά για παιγνίδι. Έτσι, λοιπόν, και ένα πολεμικό παιγνίδι, σε καμία περίπτωση, δεν θα πρέπει να είναι πιστό αντίγραφο του πραγματικού. Είναι πολύ διαφορετικό να κρατά το παιδί ένα κίτρινο ή κόκκινο νεροπίστολο ή σπαθί, από το να σημαδεύει και να πυροβολεί με ένα όπλο που αποτελεί ένα, καθ΄όλα, πιστό αντίγραφο ενός σύγχρονου πολεμικού όπλου… 

Η σημασία του (πολεμικού) παιχνιδιού στη διαχείριση δύσκολων συναισθημάτων 

Εάν ένα παιδί δεν έχει τη δυνατότητα, δεν του επιτρέπεται ή φοβάται να εκφράσει μέσα από το παιχνίδι του συναισθήματα που ούτως ή άλλως υπάρχουν και που τα βιώνει ως επικίνδυνα, είναι σαν να κουβαλά εντός του μία ωρολογιακή βόμβα, που ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να εκραγεί και της οποίας την έκρηξη θα πρέπει, με κάθε τρόπο, να μπορέσει να αποτρέψει μοναχό του, από τη στιγμή που νιώθει πως ο περίγυρός του δεν το αντιλαμβάνεται ή το φοβάται, αντιδρώντας σπασμωδικά και με άγχος περισσό. 

Στην περίπτωση αυτή, το παιδί εμφανίζει συχνά συμπτώματα όπως διάφοροι σοβαροί καταναγκασμοί, ψυχαναγκασμοί ή έντονες φοβίες, φόβο για φίλους, συμμαθητές ή για άλλα παιδιά, που είναι με κάποιον τρόπο επιθετικά, αλλά ακόμα και καταθλιπτική διάθεση. Σε κάθε περίπτωση, είναι προτιμότερο να έχεις να κάνεις με ένα μικρό παιδί που τρέχει στον κήπο ή στην αυλή, προσποιούμενο πως πολεμά, από το να κάθεται παράμερα απομονωμένο και κακοδιάθετο, αρνούμενο να πάρει μέρος σε ένα τέτοιου είδους "επικίνδυνο" παιχνίδι. 

Εάν ένα παιδί νιώθει την ανάγκη να εκφράσει και να βρει τρόπους διαχείρισης τη επιθετικότητάς του, ακόμα και αν αρνηθούμε να του αγοράσουμε κάποιο πολεμικό παιχνίδι, το πιο πιθανό είναι να το κατασκευάσει από μόνο του. 

Αρκεί, για παράδειγμα, ένα μικρό κομμάτι ξύλο για να συμβολίσει ένα πιστόλι. Το να αφαιρέσουμε, σε κάθε περίπτωση, από το παιδί τη δυνατότητα να έχει ένα παιγνίδι-όπλο μπορεί να είναι, ορισμένες φορές, ταυτόσημο με το να του στερούμε μία ασπίδα προστασίας απέναντι σε πολύ δύσκολες ή και τραυματικές εμπειρίες, τη δυνατότητα να βρει τμήματα της ταυτότητάς του ή να επικοινωνήσει σημαντικά συναισθήματα και προβληματισμούς του.

Παιδιά που έχουν βιώσει τραυματικές καταστάσεις (πόλεμο, σεξουαλική κακοποίηση, κ.λπ.) εκφράζουν συχνά στο παιχνίδι τους, με το δικό τους προσωπικό τρόπο, τα όσα βίωσαν, σε μια προσπάθειά τους, όχι μόνο να τα επεξεργασθούν, αλλά και να τα επικοινωνήσουν. 

Αυτό έκανε και ένα μικρό παιδάκι 4 χρονών, φυγάς από μια εμπόλεμη περιοχή, στον παιδικό σταθμό που πήγαινε. Έτρεχε συνεχώς στα διαλείμματα και στις ώρες του ελεύθερου παιχνιδιού και πυροβολούσε τα άλλα παιδιά. Όταν κάποια στιγμή πήγε πίσω από ένα άλλο παιδάκι και το πυροβόλησε δήθεν στον αυχένα, το προσωπικό του παιδικού σταθμού αναστατώθηκε από το πρωτόγνωρο για αυτούς συμβάν και ήρθε σε επαφή με ένα παιδοψυχιατρικό τμήμα. Με τον τρόπο αυτόν, το συγκεκριμένο παιδί εξέφρασε και επικοινώνησε το σοβαρό του πρόβλημα, πράγμα που έγινε αφορμή να του παρασχεθεί η βοήθεια, που επειγόντως χρειαζόταν. 

Το πρόβλημα δεν είναι αν ένα παιδί αρέσκεται να παίζει -όταν τύχει- πολεμικά παιχνίδια, αλλά αν αυτό είναι το μόνο είδος παιχνιδιού που θέλει να παίζει για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα και με έναν καταναγκαστικό τρόπο, αν επιτίθεται και χτυπά άλλα παιδιά, κ.λπ.

Όσον αφορά στα διάφορα διαδικτυακά πολεμικά και βίαια παιχνίδια ή ταινίες -αν και δεν υπάρχουν ακόμα συστηματοποιημένες έρευνες για τις επιπτώσεις τους- η αίσθησή μου είναι πώς το να κάθεται ένα παιδί μόνο του, δίχως συμπαίχτες ή την εποπτεία κάποιου ενήλικα μπροστά στην οθόνη ενός υπολογιστή, όπου μπορεί και σκοτώνει κατά βούληση άπειρα άτομα, είναι ιδιαίτερα προβληματικό. 

Είναι διαφορετικό να παίζεις με άλλους που είναι παρόντες, διοχετεύοντας συμβολικά στο παιχνίδι το μέγεθος της επιθετικότητας που επιθυμείς, από το να κατακλυσθείς από μια βία που δεν ελέγχεις ο ίδιος, καθώς σου σερβίρονται έτοιμα "σενάρια" βίας και επιθετικότητας. Αυτό, μεταξύ άλλων, δεν προάγει ούτε τη φαντασία αλλά ούτε και τη δημιουργικότητα του παιδιού, όπως κάνει ένα παιχνίδι, που διαμορφώνει είτε το ίδιο από μόνο του είτε από κοινού με άλλους. 

Οι διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα 

Η άποψη πως τα αγόρια παίζουν συχνότερα πόλεμο και ισχύει και δεν ισχύει. Η ανάγκη μας να εκφράζουμε και να προσπαθούμε να διαχειρισθούμε την επιθετικότητά μας ως παιδιά δεν διαφέρει ανάλογα με το φύλο. Αυτό που διαφέρει είναι η στάση και, κατ΄επέκταση, το τι αποδέχεται και επιτρέπει περισσότερο ο περίγυρος στα δύο φύλα. 

Έχει αποδειχθεί -και ο καθένας μας το κατανοεί αυτό- πως είναι περισσότερο επιτρεπτό στα αγόρια να μαλώνουν, να φωνάζουν και να είναι με φυσικό τρόπο βίαια μεταξύ τους, απ΄ ότι στα κορίτσια. Πολύ ευκολότερα παρεμβαίνει ο περίγυρος, αν δει κορίτσια να φωνάζουν, να αλληλοβρίζονται ή να έρχονται στα χέρια, απ΄ ότι αν αυτό συμβαίνει ανάμεσα σε αγόρια. 

Θα πρέπει να διευκρινίσουμε, όμως, πως το να έρθουν κάποια παιδιά στα χέρια ή να αρχίσουν να ασκούν την οποιαδήποτε μορφή βίας απέναντι σε κάποια άλλα δεν είναι ταυτόσημο με ένα "πολεμικό παιχνίδι". Κάθε δραστηριότητα που παύει να έχει κανόνες, παύει να αποτελεί παιχνίδι. Τα επιθετικά παιχνίδια εξακολουθούν να θεωρούνται ως τέτοια, όταν συνεχίζουν να έχουν κανόνες, όρια και συμβολικό περιεχόμενο. Αποσκοπούν δε πάντα στη διαχείριση συγκεκριμένων συναισθημάτων και αναγκών. 

Επίλογος 

Τι είναι, αλήθεια, χειρότερο; Να κρατά ένα παιδί στο χέρι του ένα ψεύτικο πιστόλι και να προσποιείται πως πυροβολεί ή, χωρίς να κρατά απολύτως τίποτα, να καταπιέζει, να υποτιμά ή να προσβάλει με τη συμπεριφορά του ένα άλλο παιδί, συμμαθητή ή "φίλο" του; Η βία, η προσβολή και η απαξίωση άλλων μπορεί να έχει χιλιάδες πρόσωπα και να είναι πολύ πιο επικίνδυνη, όταν εκφράζεται με τρόπους ύπουλους, υποδόριους, ασαφείς και μη συγκεκριμένους. Το ζητούμενο δεν είναι αν εκφράζεται ή όχι κάποια μορφή επιθετικότητας στο παιχνίδι των παιδιών, αλλά με τι τρόπους εκδηλώνεται και αν έχει συμβολικό ή όχι περιεχόμενο. 

Για να μεγαλώσει ένα παιδί με τρόπο τέτοιο ώστε να γίνει, ως ενήλικας, ένα ώριμο, ισορροπημένο και με έγνοια για τους άλλους άτομο, χρειάζεται να υπάρξουν και να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο πολύ σημαντικότεροι και διαφορετικότεροι παράγοντες απ΄ ότι το είδος των παιγνιδιών που χρησιμοποιεί, όπως είναι η ουσιαστική παρουσία, η συναισθηματική προσβασιμότητα, η στήριξη, η αποδοχή, η ενθάρρυνση, κ.λπ. των γονιών του, οι αξίες, που αυτοί θα του εμφυσήσουν κ.ά. 

Είναι πολύ πιο επικίνδυνο για την εξέλιξη ενός παιδιού η απουσία ή η ανεπάρκεια των γονιών του, όταν δεν καταφέρνουν να λειτουργήσουν ως θετικά πρότυπα για αυτό, από το να κρατούν στο χέρι ένα ψεύτικο πιστόλι και να τρέχουν προσποιούμενα πως πυροβολούν άλλους. 

Σάββας Ν. Σαλπιστής, Ph.D., Κλινικός Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπευτής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου